Συνθήκη της Λωζάννης: Πού βρίσκονται και τι απέγιναν οι Τουρκοκρητικοί
Συνέντευξη στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ και τον δημοσιογράφο Γιάννη Ζωιτό 24/07/2023
Η ιστορία των Τουρκοκρητικών μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης και η εξέλιξή τους μετά την εγκατάστασή τους στην Αλικαρνασσό. Η ερευνήτρια - συγγραφέας Ελένη Ψαραδάκη αναλύει στο ΒΗΜΑ.
Τουρκοκρητικοί. Ή Τουρκοκρήτες. Ένα και το αυτό. Είτε με τη μία είτε με την άλλη γραφή, ο όρος δεν είναι τόσο οικείος. Παράξενα ηχεί στ’ αυτιά. Είναι -πιθανόν- η έλλειψη συνήθειας που παραπέμπει σε κάτι ξένο, σχεδόν απροσδιόριστο.
Την ίδια στιγμή είναι μια έννοια με ιστορικές προεκτάσεις και βαθιές ρίζες στα χώματα του νησιού. Υποδηλώνει ό,τι ακριβώς προκύπτει από τη σύμπτυξη δύο γεωγραφικών καταβολών.
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκη της Λωζάννης είναι μια ταιριαστή αφορμή για την ανάσυρση λεπτομερειών. Πώς προέκυψε η πληθυσμιακή αυτή ομάδα, ποια τα γνωρίσματά της και πού κατέληξαν οι μουσουλμάνοι της Κρήτης ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του 1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και του ξεριζωμού που ακολούθησε για καθεμιά από τις πλευρές.
Μια συμφωνία με κοινωνικο-πολιτιστικά γνωρίσματα η οποία σφράγισε στις σελίδες της το τέλος ενός πελώριου κύκλου με γεωπολιτική διάμετρο και σηματοδότησε την έναρξη ενός άλλου με ανθρωπιστικό χαρακτήρα κατά βάση. Μάλιστα εκ των σχεδόν 500.000 μουσουλμάνων που υποχρεώθηκαν ν’ αφήσουν τα μέρη τους, περί το 6%-7% ήταν Τουρκοκρητικοί!
Τα όσα ενδιαφέροντα ανέπτυξε στο ΒΗΜΑ η Ελένη Ψαραδάκη, κάτοχος διδακτορικού στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, έχοντας κάνει τη διατριβή στους Τουρκοκρητικούς του Μπόντρουμ (αρχαία Αλικαρνασσό) και συγγράψει το βιβλίο «Μνήμες Πατρίδων» (εκδ. Ραδάμανθυς), φωτίζουν μια πλευρά που πολύ σπάνια αναδεικνύεται. Θα γίνει απολύτως κατανοητό από το ψηφιδωτό δικών της βιωμάτων και μαρτυριών που συνέλεξε στη διάρκεια μιας επτάχρονης έρευνας για τους απογόνους αυτής της πληθυσμιακής ομάδας.
Ποιοι ήταν οι Τουρκοκρητικοί:
Προτού καταλήξουμε στο σήμερα, έχει αξία να γίνει η στοιχειώδης αναδρομή στο χρονικό πλαίσιο και στην τροπή των πραγμάτων από την ώρα που ο σχεδόν μισός πληθυσμός της Κρήτης είχε φτάσει ν’ αποτελείται από Τουρκοκρητικούς.
Δεν επρόκειτο για εποίκους από την Ανατολία που εγκαταστάθηκαν από το Λασίθι έως τα Χανιά αμέσως μετά το τέλος του ενετοτουρκικού πολέμου, κυρίως δε την πτώση/παράδοση του Χάνδακα (Ηράκλειο) το 1669. Προηγουμένως, εξάλλου, μουσουλμάνοι δεν ζούσαν στην Κρήτη.
Κάμποσοι ήταν στρατιώτες διαφόρων εθνικοτήτων, ακόμη και (βορειο)Αφρικανοί. Ο κύριος όγκος παρόλ’ αυτά ήταν γηγενείς που εξισλαμίστηκαν εκ των υστέρων.
Είτε εξαναγκάστηκαν ομαδικά και δια της βίας σε αλλαγή θρησκεύματος είτε ενήργησαν συμφεροντολογικά προκειμένου να διατηρήσουν ακέραιες τις περιουσίες και να εξασφαλίσουν ειδικά προνόμια από την Υψηλή Πύλη. Σε άλλες περιπτώσεις έγιναν και μικτοί γάμοι που ήταν μοιραίο ν’ αλλοιώσουν το προηγούμενο πληθυσμιακό καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση ήταν Κρητικοί που παρά το νέο θρήσκευμα διατήρησαν την ντόπια κουλτούρα στην καθημερινότητά τους. Συνέχισαν να μιλούν τη γλώσσα, ντύνονταν πάντα με τις παραδοσιακές στολές με μοναδική διαφορά το κόκκινο φέσι, ενόσω κατανάλωναν χοιρινό και κρασί κόντρα σε όσα όριζε το Κοράνι.
Η πορεία των Τουρκοκρητικών στον χρόνο
Η αναπόφευκτη μείωση του χριστιανικού στοιχείου και η ταυτόχρονη αύξηση του μουσουλμανικού γέννησε σταδιακά μια συνθήκη σχετικής ισορροπίας στο νησί, καθώς τα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 το ποσοστό κατοίκων έφτασε να είναι σχεδόν μοιρασμένο (53%-47%).
Είχε συμβάλει σε αυτό και η ασυδοσία που επιδείκνυαν συγκεκριμένα πρόσωπα (Αληδάκης Αγάς, Μεμέτακας, Αγριολίδης κλπ) ή ολάκερες ομάδες που αυτά καθοδηγούσαν. Βρίσκοντας πάντα τις απαιτούμενες αφορμές για τη βάναυση δράση τους (βιασμοί, εξοντώσεις κλπ), οι γενίτσαροι χυμούσαν σε χριστιανούς των πόλεων κυρίως καταπατώντας όρους και αψηφώντας εντολές. Γι’ αυτό και η πλειονότητά τους εξοντώθηκε στο τέλος τόσο από χαΐνηδες (οι κλέφτες της Κρήτης) όσο κι από ανθρώπους του Σουλτάνου – ομόθρησκους δηλαδή.
Το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε την Κρήτη υπό Οθωμανική κατοχή, αλλά για διάφορους λόγους οι Τουρκοκρητικοί άρχισαν σταδιακά να μειώνονται. Τα επαναστατικά κινήματα και η ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας αποτέλεσαν παράγοντες ανατροπής του status quo και παρόλο που στις πρώτες ελεύθερες εκλογές συμμετείχαν κι εξελέγησαν μουσουλμάνοι αντιπρόσωποι, το μεταναστευτικό κύμα προς άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας ήταν σε εξέλιξη.
Η λύση του Κρητικού Ζητήματος μετά τη νικηφόρα για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων και η ένωση με την υπόλοιπη επικράτεια ήταν σημείο οριστικής καμπής. Ακριβώς πριν η Συνθήκη της Λοζάνης κλείσει την αυλαία μιας ταραγμένης περιόδου.
Η νέα συνθήκη βρήκε τους Τουρκοκρητικούς να διασκορπίζονται και να εγκαθίστανται σε διάφορα μέρη. Μια μικρή μερίδα αυτών, 400-500 άτομα, έφτασε στο σημερινό Μπόντρουμ, όπως αντίστοιχα οι Έλληνες Μικρασιάτες έφυγαν από τα παράλια για να «χτίσουν» στο Ηράκλειο τη δική τους Νέα Αλικαρνασσό.
Η Ελένη Ψαραδάκη καταπιάστηκε με όλο αυτό το περίπλοκο σκέλος της ιστορίας και ερεύνησε εις βάθος τα στοιχεία αναζητώντας την απτή συνέχειά της. Μια εκ μέρους της πολυετή απόπειρα με που άγγιξε τη δεκαετία έως ότου λάβει τη μορφή βιβλίου («Μνήμες Πατρίδων»).
Ως ερεθίσματά της, εξηγεί στο ΒΗΜΑ, πως, υπήρξαν:
η προγενέστερη έρευνα της για τους Μικρασιάτες, κυρίως δε αυτούς της Νέας Αλικαρνασσού
το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ανάλογες έρευνες για την πορεία που οι Τουρκοκρητικοί ακολούθησαν μετά την Ανταλλαγή
η ανάδειξη από τις μνήμες «πατρίδων» και η νοητή γεφύρωση δύο τόπων μέσω των αντίστοιχων εμπειριών Μικρασιατών και Τουρκοκρητικών
Εξ ου και διευκρινίζει ότι «οι μελέτες που πραγματοποίησα δεν έχουν ιστορική, αλλά ανθρωπολογική οπτική και εντάσσονται στο πεδίο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας».
Ποια ήταν η δική σας γνώση για τους Τουρκοκρητικούς πριν από το ταξίδι και ποια εν τέλει η γενική εικόνα που αποκομίσατε από τους ανθρώπους στην Αλικαρνασσό;
Πριν πραγματοποιήσω την επιτόπια έρευνα στην Αλικαρνασσό (Βodrum) γνώριζα την περίπτωση των Τουρκοκρητικών κυρίως μέσω πηγών (για παράδειγμα άρθρα τοπικών εφημερίδων) και σχετικής βιβλιογραφίας που αφορούσε στα χρόνια της παρουσίας τους στην Κρήτη, μέχρι και την αναχώρησή τους από το νησί.
Οι πληροφορίες αυτές ήταν βοηθητικές ως προς την οργάνωση της έρευνας και ως προς την προσέγγιση της συγκεκριμένης μελέτης περίπτωσης, με σκοπό να αναδειχθούν οι τρόποι που διατηρείται η μνήμη και η ταυτότητα στις επόμενες γενιές Τουρκοκρητικών. (Ο όρος «Τουρκοκρητικοί» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους κρητικής καταγωγής Μουσουλμάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς που ζουν στην Τουρκία. Στο πλαίσιο της έρευνας, ο συγκεκριμένος όρος θεωρήθηκε πιο κοντά στην απόδοση της ονομασίας που χρησιμοποιούν οι ίδιοι «Giritliler»= Κρητικοί).
Η εικόνα, που είχα αρχικά σχηματίσει, αφορούσε γενικά στις πρώτες γενιές των Μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής, στη συνέχεια, όμως η εικόνα αυτή εμπλουτίστηκε, χάρη στην άμεση επαφή με τις παροντικές γενιές Τουρκοκρητικών, τις συνεντεύξεις και τη γενικότερη συναναστροφή μαζί τους, το διάστημα της παρουσίας μου εκεί.
Από ποιες περιοχές της Κρήτης έχουν ρίζες κυρίως;
Στην Αλικαρνασσό (Bodrum) φαίνεται ότι έφτασαν ανταλλάξιμοι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, η πλειονότητα όμως ήταν από την Κρήτη, καθώς η γεωγραφική θέση του νησιού ευνόησε τη μετακίνηση των προσφύγων από τον ένα τόπο στον άλλο, συχνά με ενδιάμεσους σταθμούς την Κω ή τη Ρόδο. Οι κρητικής καταγωγής κάτοικοι του Bodrum εμφανίζονται να έχουν ρίζες κυρίως από το Ηράκλειο και τα Χανιά, ενώ ως τόπος καταγωγής εμφανίζεται ξεχωριστά και η Σπιναλόγκα.
(Η Σπιναλόγκα αναφέρεται σε πολλές αφηγήσεις Τουρκοκρητικών ως τόπος καταγωγής τους, παρόλο που η ίδια έπαψε να κατοικείται από Μουσουλμάνους αρκετά χρόνια πριν την Ανταλλαγή, μιας και το 1903 επελέγη για την εγκατάσταση λεπροκομείου, που λειτούργησε εκεί μέχρι το 1957. Το γεγονός αυτό μαρτυρά μεταξύ άλλων και τις συχνές μετακινήσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού του νησιού μέχρι την οριστική αποχώρησή του στα χρόνια της Ανταλλαγής Πληθυσμών).
Πώς αντιμετώπισαν το γεγονός πώς δείξατε τόσο έντονο ενδιαφέρον για ανθρώπους και τους ζητούσατε πληροφορίες για το παρελθόν των οικογενειών τους;
Αρχικά, με το πρώτο ταξίδι μου στο Bodrum, ήταν απαραίτητο να κάνω σαφή το λόγο της παρουσίας μου, το σκοπό και το είδος της έρευνάς μου. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι κατά την πρώτη παραμονή μου εκεί εργάστηκα μέσω του προγράμματος Erarmus στο «Bodrum Sualti Arkeolojy Müzesi» («Μουσείο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας»).
Η συγκεκριμένη εργασία στο Μουσείο βοήθησε στην επιτόπια έρευνα, καθώς, χάρη σε αυτήν, εξοικειώθηκα ταχύτερα με την τουρκική γλώσσα, αλλά απέκτησα αμέσως και μια θέση στο χώρο, οργανώνοντας στη συνέχεια το πεδίο μελέτης και τις συναντήσεις με Τουρκοκρητικούς.
Νιώθουν Κρητικοί στην καταγωγή, πώς ακριβώς το εκλαμβάνουν;
Στις συνεντεύξεις, συχνά οι αφηγητές χρησιμοποίησαν τη φράση «Κι εγώ είμαι Κρητικός», ως ένα πρώτο «κοινό γνώρισμα» που υπήρχε μεταξύ μας, αφού και η ίδια καταγόμουν από την Κρήτη. Ο χαρακτηρισμός «Κρητικός» φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε εκτός από στοιχείο ταυτότητας και ως στοιχείο διάκρισης από τους ντόπιους κατοίκους.
Πολλές φορές, τονίστηκε η «διαφορετικότητα» των Τουρκοκρητικών, η οποία εντοπίστηκε ακόμα και σε πολύ απλές σωματικές πρακτικές που, μέσω της συχνής επανάληψης, έγιναν συνήθειες και δείγματα της «κρητικότητάς» τους. (Για παράδειγμα, αφηγήτριες ανέφεραν: «πλέκω όπως οι Κρητικές»). Ωστόσο, η σημασία και το περιεχόμενο της φράσης «Είμαι Κρητικός» δεν ήταν πάντοτε ίδια για όλους τους αφηγητές, αλλά εξαρτιόνταν από τις μνήμες που είχε αποκτήσει το κάθε άτομο μέσω της οικογενειακής του ιστορίας για την κρητική καταγωγή .
Έχουν ταξιδέψει στην Κρήτη για να έρθουν σ’ επαφή με τον τόπο, τα κτίσματα, τον αέρα και τις μυρωδιές του;
Με την ανάπτυξη του τουριστικού τομέα και τα ταξίδια πολλών Ελλήνων και δη Μικρασιατών άρχισε τα τελευταία χρόνια και η αντίστροφη αναζήτηση ενός άγνωστου παρελθόντος από τους Τουρκοκρητικούς. Δεν ήταν λίγοι οι Τουρκοκρητικοί, δεύτερης κυρίως γενιάς, που πραγματοποίησαν ένα τουλάχιστον ταξίδι στην Κρήτη. Την επιθυμία, αλλά και την πραγματοποίηση του ταξιδιού, επηρέασε ο τρόπος που κάθε οικογένεια επέλεξε να διατηρήσει τη μνήμη του παρελθόντος.
Έγινε φανερό πως η κάθε οικογένεια δε διαχειρίστηκε τις μνήμες της με τον ίδιο τρόπο. Από τη μια πλευρά, εμφανίστηκαν οι οικογένειες, που συνέχισαν σε ένα ιδιωτικό πλαίσιο να διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές, και από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εκείνες οι οικογένειες, που φρόντισαν να ενσωματωθούν ταχύτερα στο νέο περιβάλλον.
Παρόλο που, μόνο η πρώτη γενιά είχε άμεση επαφή με την Κρήτη επειδή γεννήθηκε εκεί, η μνήμη της πατρίδας διαποτίστηκε με στοιχεία, που την ισχυροποίησαν στο παρόν. Η Κρήτη μετατράπηκε σε τόπο ιδανικό, που του αποδίδονταν ξεχωριστά γνωρίσματα (αγαθά, πλούτος κ.ο.κ.).
Τους μεταφέρθηκαν, ενδεχομένως, μαρτυρίες από τους προγόνους τους;
Για πολλούς αφηγητές η Κρήτη συμβόλιζε έναν τόπο πλούσιο σε αγαθά, ο οποίος χαρακτηριζόταν από αρμονία και εξιδανικευόταν, σε σύγκριση με τον τόπο εγκατάστασης. Παράλληλα, τονίστηκαν έντονα οι ομορφιές και τα προϊόντα του νησιού, αλλά και οι αρμονικές σχέσεις με τους χριστιανούς κατοίκους.
«Ο μπαμπάς μου ήρθε με την Ανταλλαγή με τους γονείς του. Σαν συγγενείς ήταν εκεί με τους Έλληνες. […] Οι γείτονες έκλαιγαν όταν έφυγαν, δεν ήθελαν να αποχωριστούν. Ο πατέρας μου ζούσε με αυτές τις αναμνήσεις» (Συνέντευξη με Ilknur, 22.07.13).
«Η προγιαγιά διηγούταν ότι ζούσαν πολύ ωραία στην Κρήτη […].Έλεγαν πάντα ότι ήταν πολύ πλούσιοι εκεί, αλλά όταν ήρθαν εδώ δεν είχαν τίποτα. Και τότε το Bodrum δεν ήταν έτσι, ήταν ένα φτωχό χωριό […]» (Συνέντευξη με Nilay, 05.06.13).
Ακολούθως πώς τους υποδέχθηκαν στη νέα χώρα; Πώς ενσωματώθηκαν, τι τους προσφέρθηκε; Αντιμετώπισαν μήπως αντίστοιχα προβλήματα με τους Έλληνες πρόσφυγες της Σμύρνης και των άλλων περιοχών αμέσως μετά την καταστροφή;
Οι αφηγητές αναφέρθηκαν στα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των προγόνων τους και στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, μεταξύ άλλων, λόγω της φτώχειας και της μη ομιλίας της τουρκικής γλώσσας. Οι συνθήκες και οι ρυθμοί ανάπτυξης της περιοχής βοήθησαν, όμως, ώστε εύπορες οικογένειες Τουρκοκρητικών που παρέμειναν στο Bodrum να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν την καλή οικονομική τους κατάσταση από την Κρήτη.
Για πολλές οικογένειες Τουρκοκρητικών η μη ομιλία των κρητικών ήταν ένας τρόπος να ενταχθούν τα παιδιά τους γρηγορότερα στο νέο κοινωνικό περιβάλλον, όπου αρχικά οι Τουρκοκρητικοί θεωρήθηκαν ξένοι. Τα πρώτα χρόνια, έκαναν την εμφάνισή τους και αρνητικά επίθετα, τα οποία αφορούσαν στο σύνολο της κοινωνικής ομάδας των προσφύγων. («γκιαούρηδες», «μισορωμιοί»).
Με την άφιξη των προσφύγων, ένας από τους βασικούς τομείς που αναπτύχθηκε ήταν εκείνος της αλιείας. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η μορφολογία της περιοχής και το κενό που άφησαν οι Χριστιανοί σε αυτόν τον τομέα. Όπως διαπιστώθηκε, πολλοί Τουρκοκρητικοί στο Bodrum ασχολήθηκαν με την αλιεία για πρώτη φορά και εξ ανάγκης.
Σας παρείχαν ντοκουμέντα, φωτογραφικά κυρίως, ή οικογενειακά κειμήλια που να εκπέμπουν την ατμόσφαιρα της εποχής;
H μνήμη χρειάζεται «στηρίγματα υλικά». Και στις δύο περιπτώσεις προσφύγων, Μικρασιατών και Τουρκοκρητικών, εντοπίστηκαν τέτοια «στηρίγματα» – «γέφυρες μνήμης». Σημαντικά παραδείγματα τέτοιου είδους ήταν χρηστικά ή χειροποίητα προγονικά αντικείμενα (σκεύη και λευκά είδη), τα οποία, μαζί με φωτογραφίες προγόνων μετατράπηκαν σε οικογενειακά κειμήλια που «ζωντάνευαν» το παρελθόν.
Ζουν κοντά η μία οικογένεια με την άλλη; Διατηρούν μεταξύ τους επαφές, έχουν δημιουργήσει κάποιους φορείς ή αντίστοιχους συλλόγους που να έχουν ως σημείο αναφοράς το παρελθόν τους και τον τόπο καταγωγής τους; Ήταν κάτι που οι Έλληνες το επεδίωκαν πάντα, όταν έφευγαν από έναν τόπο για άλλον.
Ναι, οι Τουρκοκρητικοί εγκαταστάθηκαν σε μια διακριτή γειτονιά, τη γειτονιά Kumbahçe, εκεί όπου βρίσκονταν τα σπίτια που άφησαν οι Μικρασιάτες με την Ανταλλαγή και στα οποία έμειναν οι ίδιοι στη συνέχεια. Στο παρόν της έρευνας, το κρητικό στοιχείο εξακολουθούσε να υπερισχύει έναντι των υπόλοιπων τόπων προέλευσης των ανταλλάξιμων, γι’ αυτό και στον προφορικό λόγο, η εν λόγω γειτονιά αναφέρθηκε και ως «Giritli Mahalle» («κρητική γειτονιά»).
Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι οι συγγενείς έμεναν συνήθως σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.
«Εδώ ο μαχαλάς ήταν όλο Έλληνες πρώτα. […] Όντε ήρθαμε εμείς εδώ ελέγανε Γκιριτλί μαχαλέ […] Αυτός ο μαχαλές ήτονε μόνο Κρητικοί» (Συνέντευξη με Hüseyin, 01.06.13). «Ακόμα το λένε κρητικός μαχαλές […]. Όλοι οι Κρητικοί εμαζωχτήκανε εδώ, σ’ αυτά τα μέρη» (Συνέντευξη με Mustafa, 07.06.13).
Ως προς την ίδρυση συλλόγων στην Τουρκία από Τουρκοκρητικούς και γενικότερα από απογόνους προσφύγων – ανταλλάξιμων , είναι κάτι που πραγματοποιήθηκε μόλις τα τελευταία χρόνια, αντίθετα με τους Μικρασιάτες στην Ελλάδα όπου το κοινωνικό περιβάλλον ευνόησε από νωρίς τέτοιες συλλογικές εκφράσεις διατήρησης της μνήμης.
Μάλιστα φαίνεται ότι στο Bodrum υπήρχε μετασχηματισμός ως προς την αναπαραγωγή ταυτοτήτων και τους τρόπους ανάκλησης της μνήμης του παρελθόντος από τους Τουρκοκρητικούς. Το πεδίο έρευνας διαφοροποιήθηκε αισθητά ως προς τη θέση των συλλόγων στο χώρο (εξαφάνιση παλιών και ίδρυση νέων), αλλά και ως προς την εστίαση του ενδιαφέροντος από τους αφηγητές (στροφή σε παρελθόν, «κρητικότητα»).
Σε κάθε περίπτωση, τα ζητήματα μνήμης και ταυτότητας υπόκεινται σε συνεχή κατασκευή και διαμόρφωση και είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ποια τα κατάλοιπα μέχρι σήμερα της κρητικής παράδοσης και κουλτούρας στην κοινωνία τους;
Κατά την επιτόπια έρευνα έγινε φανερό ότι ο τρόπος κατανόησης του παρελθόντος είναι αποτέλεσμα εμπειριών, πολιτικών επιρροών και κοινωνικών μεταβολών, καθώς στο πέρασμα του χρόνου, η συλλογική μνήμη εξελίσσεται και προσαρμόζεται στο παρόν, επηρεασμένη τόσο από την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών όσο και από τις προφορικές ιστορίες των ατόμων που ζουν σε αυτές, δημιουργώντας τις εκάστοτε «παραδόσεις».
Ένας όρος που χρησιμοποιείται στο βιβλίο, για να περιγράψει στοιχεία που επικαλούνται οι αφηγητές ως «κρητικά», είναι η λέξη «κρητικότητα». Τέτοιες εκφράσεις κρητικότητας είναι σε τομείς διατροφής, συνηθειών, μουσικών ακουσμάτων, συμπεριφορών. Δε λείπουν, ωστόσο, και αλληλεπιδράσεις με το γειτονικό ελληνικό στοιχείο, το οποίο εμφανίζεται συχνά στις αναφορές των αφηγητών.
Το φαγητό, συγκεκριμένα, ήταν μια από τις πρακτικές που χρησιμοποιήθηκε από το γυναικείο φύλο για την αναπαραγωγή και τη μεταφορά της μνήμης στις επόμενες γενιές. Οι αναφορές στο φαγητό συνδυάστηκαν με τις αισθήσεις και, ειδικότερα, με την «οσφρητική μνήμη», δηλαδή τις λογής λογής μυρωδιές που βοήθησαν τους Τουρκοκρητικούς να θυμηθούν τις κρητικές ονομασίες για πολλά από τα υλικά, αλλά και τα ονόματα μαζί με τις γεύσεις πολλών φαγητών, που γνώριζαν από τους προγόνους τους.
Η ντοπιολαλιά της Κρήτης αποτελεί στοιχείο σύνδεσης μεταξύ τους; Απ’ όσα γνωρίζουμε οι Τουρκοκρητικοί ελάχιστα τουρκικά γνώριζαν, μονάχα προσφωνήσεις, άρα η κύρια γλώσσα επικοινωνίας ήταν τα ελληνικά-κρητικά.
Στους Τουρκοκρητικούς, η ομιλία της κρητικής διαλέκτου δε χάθηκε, παρόλο που βασίστηκε μονάχα στην προφορική μνήμη. Μάλιστα, όπως ανέφεραν αρκετοί αφηγητές, η ομιλία των Τουρκοκρητικών συνοδευόταν από μια ιδιαίτερη προφορά, η οποία εμφανιζόταν και κατά την ομιλία των τουρκικών. Σύμφωνα με τους αφηγητές, αυτή η προφορά τους διέκρινε από τους ντόπιους και είχε μεταφερθεί και στο λόγο Τουρκοκρητικών δεύτερης και τρίτης γενιάς. Στις αφηγήσεις τους, αρκετοί Τουρκοκρητικοί δήλωσαν ότι αναγνωρίζονταν «Κρητικοί» από τον τρόπο ομιλίας τους:
«Η προφορά μας στα τουρκικά είναι διαφορετική. […]. Καταλαβαίνουν από την προφορά μας. Όλοι το ζήσαμε αυτό και ήταν δύσκολο για εμάς. Τους λέγαμε ότι είμαστε Κρητικοί» (Συνέντευξη με Nurcan, 22.07.15).
Είναι γεγονός ότι για τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς η γλώσσα αποτελούσε μία από τις δυσκολίες ενσωμάτωσής τους. Μάλιστα, οι απόγονοί τους, εξακολουθούσαν στο παρόν να ανακαλούν μνήμες με τους γονείς ή τους παππούδες τους να μιλούν στα κρητικά, κυρίως στον οικιακό χώρο και όχι δημόσια. Βέβαια, κατά τη διάρκεια της έρευνας είχα την τύχη να βρεθώ σε παρέες Τουρκοκρητικών, οι οποίοι σε δημόσιους χώρους, όπως σε καφενεία, συνομιλούσαν στα «κρητικά» με μια χαρακτηριστική προφορά.
Προσωπικά τι δεν πρόκειται να ξεχάσετε εσείς από αυτήν την αποστολή και τα όσα παρατηρήσατε;
Είναι πολλά τα στοιχεία που έχω κρατήσει από καθένα ταξίδι που πραγματοποίησα στην Αλικαρνασσό (Bodrum), στο πλαίσιο της διατριβής μου. Έχω κρατήσει ανεξίτηλα στη μνήμη μου τα ακούσματα στα «κρητικά», τα οποία περιλάμβαναν μεταξύ άλλων μαντινάδες και νανουρίσματα, όπως και χαραγμένη στη μνήμη μου είναι η γενικότερη φιλοξενία που τελικά δέχτηκα, μαζί με το «αγκάλιασμα» της έρευνάς μου.
Δημοσιεύτηκε εδώ: https://www.tovima.gr/2023/07/24/diplomatia/synthi...