Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης

Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης

Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μένα να παρουσιάσω το βιβλίο της κυρίας Ελένης Ψαραδάκη με τίτλο: Μνήμες Πατρίδων.

Όψεις ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum. Η Ελένη Ψαραδάκη, διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, πραγματεύεται στο εν λόγω βιβλίο της τις μνήμες και την ταυτότητα των λεγόμενων Τουρκοκρητικών, των μουσουλμάνων δηλαδή Κρητικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν στο Bodrum, στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. 

Ο βίαιος ξεριζωμός των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας το 1922 αποτελεί τη μεγαλύτερη τραγωδία της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Οι ελληνικοί πληθυσμοί που έμεναν για αιώνες στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου, μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, εγκατέλειψαν βίαια τις εστίες τους και έγιναν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και στην ελληνική ιστοριογραφία αυτός ο ξεριζωμός έμεινε γνωστός με τον όρο «Μικρασιατική Καταστροφή», έναν όρο συναισθηματικά φορτισμένο, όπως αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που τον έζησαν και τον θυμούνται. Οι πρόσφυγες με την άφιξη και την εγκατάστασή τους σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως εδώ, στη Νέα Αλικαρνασσό,  έφεραν μαζί τους τις αναμνήσεις τους, τον τρόπο ζωής τους και προσπάθησαν να διατηρήσουν ζωντανή στη μνήμη τους την εικόνα της πατρίδας τους, μεταμορφώνοντας τη νέα τους πατρίδα. Οι ονομασίες των νέων οικισμών που εγκαταστάθηκαν σφυρηλάτησαν τους δεσμούς τους με τον τόπο προέλευσής τους (για παράδειγμα, η Νέα Αλικαρνασσός θυμίζει την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας). Η μελέτη, όμως, των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών είναι η μία όψη του νομίσματος.

Η άλλη όψη είναι η έρευνα της αντίστροφης διαδρομής, της μετακίνησης δηλαδή των μουσουλμανικών πληθυσμών από την Ελλάδα προς την Τουρκία, και αυτή η παράμετρος είναι αλήθεια ότι δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Από αυτήν την άποψη, η μελέτη της κυρίας Ψαραδάκη, που βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, είναι εξόχως σημαντική. Γιατί όταν έχεις και την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, τότε μόνο μπορείς να αντιληφθείς όλες τις παραμέτρους ενός γεγονότος πρωτοφανούς στις διεθνείς σχέσεις, αυτού της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών.

Το βιβλίο, που βασίζεται σε ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, αλλά και επιτόπια έρευνα στην Τουρκία, είναι δομημένο σε οκτώ κεφάλαια. 

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της εργασίας.

Στο δεύτερο  γίνεται αναφορά στους μουσουλμάνους της Κρήτης, γνωστούς και ως Τουρκοκρητικούς. Στην πραγματικότητα οι τελευταίοι είναι κρητικής καταγωγής μουσουλμάνοι, καθώς στο νησί της Κρήτης ποτέ δεν σημειώθηκε εποικισμός μουσουλμανικού στοιχείου, αλλά εξισλαμισμοί των χριστιανών Κρητών.

Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Κρήτη και η άφιξή τους στην Τουρκία, ενώ επιχειρείται να σκιαγραφηθεί η εικόνα του Bodrum (Αλικαρνασσού) πριν από την εγκατάσταση των προσφύγων. 

Στο επόμενο κεφάλαιο περιλαμβάνονται πλήθος στατιστικών στοιχείων για τον πληθυσμό και το οικονομικό status της περιοχής, τον ρόλο της γυναίκας και σημαντικές προσωπικότητες που συνδέθηκαν με τον χώρο.

Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της γειτονιάς  των Τουρκοκρητών του Bodrum,γνωστής και ως Giritlli Mahale,  η οποία δημιουργήθηκε με την εγκατάστασή τους σε οικίες που ανήκαν προγενέστερα σε χριστιανούς. Πολύ ενδιαφέρουσα θεωρώ την ανάλυση των ερειπίων του Αγίου Νικολάου. Η συγγραφέας γράφει τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων: «Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Bodrum αποτελούσε έναν αντίστοιχο “σημαντικό τόπο” για τους Χριστιανούς, που ζούσαν εκεί μέχρι την Ανταλλαγή… [ο  ναός] αποτέλεσε έναν “σημαντικό τόπο μνήμης” και για το μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής, ως μια “υπενθύμιση” της τοπικής ιστορίας και της μέχρι πρόσφατα παρουσίας του χριστιανικού  στοιχείου εκεί. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κτίριο του ναού δεν κατάφερε να επιβιώσει στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που συνέβησαν στην Τουρκία, οι οποίες οδήγησαν σε ένα πλήθος αναταράξεων και βιαιοτήτων απέναντι στο χριστιανικό στοιχείο και στη κατεδάφιση του ναού τη δεκαετία του 1960.». Κατά τη συγγραφέα, σύγχρονες προσπάθειες για αναστύλωση και αποκατάσταση του ναού, με στόχο την προσέλκυση τουριστών, δεν ευοδώθηκαν. 

Πολύ σημαντική είναι η επισήμανση ότι στη μελέτη περίπτωσης του Bodrum η μνήμη αποτέλεσε ένα μέσο με το οποίο μπόρεσαν να «αμφισβητηθούν» όψεις του παρελθόντος. Μέσω της μνήμης μπορεί για διάφορους λόγους όψεις του παρελθόντος να προωθούνται, να αναδιαμορφώνονται ή να σιωπούν. 

Στο κεφάλαιο που ακολουθεί με τίτλο «Υλικές πρακτικές και κρητικότητα», παρουσιάζεται το εσωτερικό και τα αντικείμενο των οικιών των μουσουλμάνων προσφύγων. Τα σπίτια αποτελούσαν τόπο μνήμης που συνδέονταν με το παρελθόν. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά σε τελετές και τελετουργίες, καθώς και στη διατροφή ως μέσου μεταφοράς και νοημάτων του κρητικού παρελθόντος.  Αξίζει να επισημανθεί ότι με τον όρο «κρητικότητα» γίνεται αναφορά σε οτιδήποτε συνδέει τους Τουρκοκρητικούς του Bodrum με την Κρήτη μέσα από τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους αλλά και μέσα από τις εκφράσεις της μνήμης τους.

Στο έβδομο κεφάλαιο δίνεται έμφαση σε παραδείγματα που αναφέρονται σε λεκτικές και δημόσιες εκφράσεις «κρητικότητας». Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στη εικόνα της Κρήτης που έχουν οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, στα προσωνύμια, στην ομιλία των Τουρκοκρητικών, στα τραγούδια τους και στη διάλεκτό τους. Οι Τουρκοκρητικοί του Bodrum δήλωναν με κάθε ευκαιρία την κρητική καταγωγή τους. Σε συνεντεύξεις απογόνων των Τουρκοκρητικών αναφέρονται, μεταξύ άλλων: «Είμαστε Κρητικοί [Giritli]. Εδώ γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, αλλά είμαστε Κρητικοί». Αλλού διαβάζω: «Όπως όλοι οι Τουρκοκρητικοί, έτσι και ο πατέρας μου καθότανε στραβά [με το πλάι] στο γαϊδουράκι». [αυτή η πρακτική μου θύμισε τις δικές μου αναμνήσεις από τον δικό μου παππού και τη δική μου γιαγιά που κάθονταν στο γάιδαρο με το πλάι]. Το κεφάλαιο κλείνει με την περίφημη «Κρητική Βραδιά» που πραγματοποιήθηκε στο Bodrum, το 2014, μία εκδήλωση που σύνδεσε το παρελθόν με το παρόν και ξύπνησε μνήμες της νήσου Κρήτης στους απογόνους των Τουρκοκρητικών προσφύγων.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Η δημόσια διαχείριση της συλλογικής μνήμης στο Bodrum» παρουσιάζονται σύλλογοι και οι δράσεις τους αναφορικά με τους πρόσφυγες που κατέφθασαν από την Κρήτη. Όπως εύστοχα επισημαίνει η συγγραφέας, «οι αφηγητές ενεργοποίησαν τις μνήμες τους και την «αίσθηση του καθήκοντος», για να προβάλλουν οργανωμένα και πιο συστηματικά το παρελθόν».

Συνοψίζοντας,  το βιβλίο της Ελένης Ψαραδάκη για τη μελέτη περίπτωσης των λεγόμενων Τουρκοκρητικών του Bodrum αποτελεί μία σημαντική προσπάθεια να αναδειχθούν οι «μνήμες πατρίδων» των μουσουλμάνων προσφύγων μέσα από τη μνήμη που οι ίδιοι διέσωσαν και τη σχέση τους με την Κρήτη. Τελικός σκοπός του είναι να αναδείξει τη σημασία των αναμνήσεων στη διαμόρφωση ταυτοτήτων, καθώς και τις μνήμες που μένουν ζωντανές. 

Το ιστορικό παρελθόν συνδέεται με τη μνήμη, η μνήμη (συλλογική και ατομική) σχετίζεται με τη διαμόρφωση της ταυτότητας και η ταυτότητα συνδέεται,  με τη σειρά της, με τον χώρο. Η ιστορία συνδιαλέγεται με τον χρόνο και η γεωγραφία με τον χώρο. Η ιστορία, όμως, συνδέεται αναπόφευκτα και με τη γεωγραφία και με τον χώρο. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντική η «ιστορικότητα του  χώρου», η βιωματική σχέση των ανθρώπων με αυτόν και οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται γύρω από αυτόν. Στην περίπτωσή μας, το εν λόγω έργο αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της ιστορίας της ανταλλαγής των πληθυσμών, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που ανασυνθέτει τη συνολική εικόνα του παρελθόντος των προσφύγων.

Το βιβλίο της Ελένης Ψαραδάκη είναι ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο έργο, με πλούσια βιβλιογραφία, που προσεγγίζει διεπιστημονικά το παρελθόν μέσα από συνεντεύξεις, επιτόπιες έρευνες, θεωρητικές μεθόδους και κοινωνικές αναφορές. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του έργου είναι ότι πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο που ταυτόχρονα είναι προσιτό στο μέσο αναγνώστη χωρίς να χάνει τα εχέγγυα της επιστημονικότητάς του και αυτός ο συνδυασμός, τις περισσότερες φορές, είναι δύσκολο να επιτευχθεί. 

Η σημασία της μνήμης την οποία τονίζει η συγγραφέας, είναι ξεχωριστή για εμάς τους ιστορικούς, αλλά και για τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, και όχι μόνο. Γιατί ως γνωστόν οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ. Μένουν πάντα ζωντανοί ως μία ανάμνηση που μπορεί, όμως, να φθείρεται με την πάροδο των χρόνων. Πεθαίνουν μόνο όταν τους λησμονούμε. Ως εκ τούτου, το εν λόγω έργο, πέρα από την αναφορά στην μετακίνηση και εγκατάσταση των μουσουλμάνων της Κρήτης στην Τουρκία, υπογραμμίζει τη σημασία της μνήμης, της θύμησης, δηλαδή της ανάκλησης στον νου ενός γεγονότος από το παρελθόν. Το παραπάνω μου θυμίζει έναν στίχο από το ποίημα του Κωστή Παλαμά Μια Θύμηση: «Καρφώνω τώρα πιο συχνά το μάτι σε μια θύμηση….». 

Οι μνήμες, λοιπόν, έχουν τον δικό τους χώρο και χρόνο. Για όσους αυτοπροσδιορίζονται Κρητικοί, ενώ δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ την Κρήτη, οι μνήμες αποκτούν άλλες διαστάσεις που συνδέονται με το παρελθόν, αλλά και με τη νοσταλγία τους για τον τόπο προέλευσής τους, όπως τον έχουν προσλάβει μέσα από τις διηγήσεις των παλαιότερων και τις σύγχρονες αντιλήψεις τους. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να συγχαρώ τις εκδόσεις Ραδάμανθυς και να ευχηθώ στην αγαπητή Ελένη καλοτάξιδο το βιβλίο της  και πάντα επιτυχίες.

Εμμανουήλ Γ.   Χαλκιαδάκης

ιστορικός-πανεπιστημιακός