Γιώργος Λιμαντζάκης

Γιώργος Λιμαντζάκης

Αποδέχτηκα με ιδιαίτερη χαρά την πρόσκληση της φίλης και συγγραφέως Ελένης Ψαραδάκη να μιλήσω για το βιβλίο της, Μνήμες Πατρίδων - Όψεις ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum, κυρίως επειδή γνωρίζω ότι στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος στη διδακτορική της έρευνα, και υπό αυτή την έννοια με τιμά το να θέλει να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό βήμα στην προσωπική και ακαδημαϊκή της εξέλιξη.

Θα ήθελα να ξεκινήσω συγχαίροντας την Ελένη Ψαραδάκη για την επιτυχία αυτή, ευχόμενος να κατακτήσει σύντομα και άλλες κορυφές!

Το βιβλίο της Ελένης έχει έναν χαρακτήρα επίκαιρο, καθώς εκδίδεται και παρουσιάζεται στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, πρωτοτυπεί ως προς το ότι δεν εστιάζει στις εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία, αλλά ακολουθεί την αντίστροφη πορεία μερικών εκατοντάδων μουσουλμάνων από την Κρήτη -κυρίως την ανατολική- προς την Αλικαρνασσό, στα τουρκικά Bodrum, μια μικρή παραλιακή πόλη στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από την Κω. Όπως και στην περίπτωση των Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών προσφύγων, τα πρώτα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στον νέο τόπο δεν ήταν εύκολα, καθώς τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην ομαλή ένταξη και αφομοίωσή τους στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της νέας τους πατρίδας. 

Προκειμένου να εντοπίσει αυτούς τους ανθρώπους και να καταγράψει τις μνήμες τους, η Ελένη πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα στο Bodrum σε τέσσερις φάσεις, από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2016, με ορισμένες εξ αυτών να διαρκούν έως και τρεις μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτών, η Ελένη μίλησε με δεκάδες ανθρώπους, συνήθως μεγάλης ηλικίας, καταγράφοντας και αναλύοντας τις μνήμες τους με έναν ιδιαίτερα συνεπή και συνεκτικό τρόπο, ο οποίος αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται επιστημονικά στο συγκεκριμένο βιβλίο. Σύμφωνα με την ίδια, «Οι μνήμες έχουν τη δική τους ζωή, το δικό τους χώρο και χρόνο, τις δικές τους αισθήσεις. Αυτό φαίνεται να ισχύει ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για «μνήμες πατρίδων», για μνήμες τόπων μακρινών μα και οικείων, για ανθρώπινες ζωές που προσδιορίζουν τον εαυτό τους με το επίθετο «Κρητικός», ενώ δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Κρήτη». [τέλος παραθέματος] Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω πως παλιά η τάση των μουσουλμάνων προσφύγων να αυτοπροσδιορίζονται ως «Κρητικοί» (σκέτο) μου προκαλούσε εντύπωση -ίσως και να με ενοχλούσε λίγο- επειδή οι περισσότεροι από αυτούς δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που εμείς θεωρούμε ή αντιλαμβανόμαστε ως «κρητικό». Αργότερα συνειδητοποίησα πως αυτή η εντύπωση ή ενόχλησή μου είχε να κάνει με τα δικά μου «γυαλιά», δηλαδή με τις δικές μου εμπειρίες και προσλαμβάνουσες, και όχι με τις δικές τους. Υπό αυτή την έννοια άρχισα να αποδέχομαι ότι μπορούσαν να αυτοπροσδιορίζονται όπως θέλουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταλαβαίνουν και εννοούν αυτό που ξέρουμε και σκεφτόμαστε εμείς. 

Μια συναφής προσωπική εμπειρία που θα ήθελα να μοιραστώ είναι αυτή μιας επίσκεψής μου στον Κιρκιτζέ (στα τουρκικά Şirince), ένα χωριό κοντά στην Έφεσο, το καλοκαίρι του 2007, όπου έτυχε να συναντήσω έναν κύριο μεγάλης ηλικίας που μου δήλωσε Κρητικός από τα Χανιά. Με το που του είπα ότι κι εγώ από εκεί είμαι, άρχισε να μου μιλάει στα ελληνικά για την Κρήτη με ενθουσιασμό, αν και χρησιμοποιούσε τόσο παλιές λέξεις και είχε τόσο έντονη προφορά που αδυνατούσα να τον παρακολουθήσω και του ζήτησα να μιλήσουμε στα τουρκικά. Μου μίλησε για το πόσο ήθελε να πάει στην Κρήτη, για το πως μεγάλωσε με ιστορίες και αναμνήσεις των γονιών του από αυτήν, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί, και μου ζήτησε, αν ποτέ ξαναπάω, να του πήγαινα λίγο χώμα από την Κρήτη. Δεν ξαναπήγα, αλλά εντυπωσιάστηκα από το πως είχε μάθει και μιλούσε τόσο καλά κρητικά, καθώς και από το πόσο αγαπούσε έναν τόπο που δεν είχε επισκεφθεί ποτέ και ήξερε μόνο από αφηγήσεις. 

Αυτή η εμπειρία με έκανε να καταλάβω καλύτερα την έννοια της «Κρητικότητας» που πραγματεύεται η Ελένη στο βιβλίο της, όπου παραθέτει και αναλύει πώς οι Τουρκοκρήτες πρώτης, δεύτερης, τρίτης ή και τέταρτης γενιάς αντιλαμβάνονται την Κρήτη και αναπαράγουν τις συναφείς με αυτήν μνήμες. Το βιβλίο Μνήμες Πατρίδων - Όψεις ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum αποτελείται από μια σύντομη εισαγωγή και οκτώ επιμέρους κεφάλαια, δομημένα και επαρκώς τεκμηριωμένα με επιστημονικό τρόπο, αλλά με έναν λόγο και ένα ύφος που σαφώς απευθύνονται σε ένα αρκετά ευρύ κοινό. Ειδικότερα, το πρώτο κεφάλαιο παρέχει το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της έρευνας, παρέχοντας στον αναγνώστη σημαντικά εργαλεία για την πληρέστερη κατανόηση όσων έπονται, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο παρέχει το ιστορικό πλαίσιο της συγκρότησης της μουσουλμανικής κοινότητας της Κρήτης, από την οθωμανική κατάκτηση στα μέσα του 17ου αιώνα έως την αυτονομία και την περίοδο μετά την ένωση. Στη συνέχεια, το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στο πως αποφασίστηκε και εφαρμόστηκε η Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923 (στα τουρκικά Mübadele), παρέχοντας στοιχεία για την αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Κρήτη, την εγκατάστασή τους στην Τουρκία και ειδικότερα στο Bodrum. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρατίθενται στατιστικά και κοινωνικοοικονομικά στοιχεία για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Κρήτη, ενώ στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται η γειτονιά τους στο Bodrum, η αρχιτεκτονική των σπιτιών της, οι δημόσιοι χώροι όπου συναντιούνταν οι άντρες και οι ιδιωτικοί -δηλαδή τα σπίτια- όπου συναντιούνταν οι γυναίκες. Ακολουθούν δύο ακόμα πιο ενδιαφέροντα κατ’ εμένα κεφάλαια, το έκτο, που πραγματεύεται την Κρητικότητα και υλικές πρακτικές αναπαραγωγής της μνήμης, από τα αντικείμενα που οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς μετέφεραν και φύλαξαν στα σπίτια τους, έως τις τελετουργικές πρακτικές και το φαγητό. Και το έβδομο κεφάλαιο, όπου η Ελένη αναλύει και σχολιάζει κατά πόσο η εικόνα της Κρήτης που οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες αναπαράγουν είναι φανταστική, το πως αντιλαμβάνονται και εννοούν τη φράση «Είμαι Κρητικός», τα παρατσούκλια τους, τα τραγούδια, τις μαντινάδες τους και άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτιστικής τους ζωής. Το όγδοο κεφάλαιο αναφέρεται στη δημόσια διαχείριση της συλλογικής μνήμης των Τουρκοκρητικών, δηλαδή στους συλλόγους και τη δράση τους, ενώ κλείνει ως είθισται με τα Συμπεράσματα και μια ιδιαίτερα πλούσια Βιβλιογραφία στα αγγλικά, τα ελληνικά και τα τουρκικά. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται επίσης παραρτήματα με τα παρατσούκλια που χρησιμοποιούν ή χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες από την Κρήτη, λέξεις στα κρητικά και επιμέρους στοιχεία για τους ανθρώπους με τους οποίους η Ελένη έκανε συνεντεύξεις. 

Απομακρυνόμενος για λίγο από το βιβλίο, και επηρεασμένος και από τα δικά μου ενδιαφέροντα, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στα κοινά στοιχεία που μοιράζονταν οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι της Κρήτης, καθιστώντας δύσκολη τη μεταξύ τους διάκριση, αλλά και την αφομοίωση των δεύτερων στην Τουρκία κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την Ανταλλαγή. Οι περισσότεροι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Κρήτη τον 19ο αιώνα δυσκολεύονταν να διακρίνουν εάν οι ντόπιοι ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Αναφέρουν ότι η φυσιογνωμία, η γλώσσα και η συμπεριφορά τους ήταν ίδια, με μικρές διαφορές μόνο ως προς την ενδυμασία. Αλλά και πέρα από τις ομοιότητες στην εμφάνιση, εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι ελάχιστοι μουσουλμάνοι μιλούσαν τουρκικά, ενώ έπιναν άφοβα κρασί και ρακή. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Φουρναράκη, που έγραψε για τους Τουρκοκρήτες λίγα χρόνια μετά την Ανταλλαγή, «Οι χοροί, τα άσματα και τα μουσικά όργανα ήσαν κοινά, όπως η λύρα και το φιαμπόλι (Φλογέρα). Με τα Ελληνικά δίστιχα (τις μαντινάδες) απαγγέλλων ή ψάλλων ο Μουσουλμάνος εξωτερίκευε τον έρωτά του, τα πάθη του, τα συναισθήματά του. Όπως ήτο Ελληνική η ερωτική και λυρική ποίησίς του, ούτω ήτο και η ηρωϊκή. Το περιεχόμενον των παρά Μουσουλμάνοις διστίχων δεν διέφερε των παρά τοις Χριστιανοίς, διέφερεν όμως των επικών ως προς την ουσίαν και ουχί προς την μορφήν». Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, η ελληνική γλώσσα (για την ακρίβεια, η κρητική της διάλεκτος) παρέμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας η κυρίαρχη γλώσσα στο νησί. Στο πλαίσιο μιας δημογραφικής μελέτης το 1890, ο Νικόλαος Σταυράκης παρατηρεί πως «Οι κάτοικοι της νήσου ανεξαιρέτως άπαντες λαλούσι την Ελληνικήν γλώσσαν. Προκειμένου δε ιδία περί των Οθωμανών, και ούτοι ως και οι Χριστιανοί ομιλούσιν εν ταις οικογενείαις αυτών την Ελληνικήν ως μητρικήν γλώσσαν. Εξ αυτών μόνον ολίγοι, και ούτοι κάτοικοι των πόλεων, εννοούσι την Τουρκικήν». Ωστόσο, «ενώ ο μουσουλμάνος Κρης ελάλει πάντοτε την ελληνικήν, την οποίαν εθεώρει και μητρικήν του γλώσσαν, ουδέποτε εφρόντισε να μάθη ανάγνωσιν και γραφήν. [Ακόμη] και όταν το κείμενον ήτο ελληνικόν, με τουρκικούς χαρακτήρας εγράφετο συνήθως», εννοώντας την οθωμανική γραφή. Η ιδιότητά του αυτή το καθιστά ελάχιστα κατανοητό σήμερα, καθώς ελάχιστοι ερευνητές μπορούν να διαβάσουν οθωμανικά της εποχής από χειρόγραφο, και ακόμη λιγότεροι εξ αυτών έχουν στοιχειώδη ή έστω παθητική γνώση της κρητικής διαλέκτου.

Όταν μιλάει κανείς για μουσουλμάνους πρόσφυγες στην Τουρκία, θα πρέπει επίσης να συνεκτιμήσει πως αυτοί οι άνθρωποι δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις να «εκτουρκιστούν» γλωσσικά, πολιτιστικά και κοινωνικά, με αποτέλεσμα να χαθεί σημαντικό μέρος της προφορικής τους παράδοσης, αλλά και υλικών πρακτικών που ακολουθούσαν στην Κρήτη, όπως οι χοροί. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής αφομοίωσης του τουρκικού κράτους, που συνεχίστηκε κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950, πολλοί βίωσαν την ετερότητα ή διαφορετικότητά τους ως τραύμα, και απέκτησαν ένα «σύνδρομο κατωτερότητας» σε σχέση με την επίσημη τουρκική ταυτότητα, με αποτέλεσμα να συγχέουν σε πολλές περιπτώσεις -άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε όχι- μνήμες και εικόνες της Κρήτης με την «εθνική» ιστορία του «Αγώνα της Ανεξαρτησίας», δηλαδή τον ελληνοτουρκικό πόλεμο των ετών 1919-1923, ενώ οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους δεν τον έζησαν, καθώς βρίσκονταν ακόμα στην Κρήτη. Στο ίδιο πλαίσιο, ορισμένοι πρόσφυγες τείνουν να αντιλαμβάνονται και να προβάλλουν αναδρομικά τις ταυτότητες των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων της Κρήτης ως εθνικές, αναφερόμενοι σε «Έλληνες» και «Τούρκους», ενώ είναι σαφές πως δεν υπήρχαν Τούρκοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου στην Κρήτη στις αρχές του 20ού αιώνα, πόσο μάλλον νωρίτερα. Αντιμέτωποι με τις προαναφερόμενες πιέσεις να εκτουρκιστούν, άλλοι αντιλήφθηκαν την καταγωγή τους ως μια ετερότητα που δεν ήταν συμβατή με την επίσημη ταυτότητα του νέου κράτους τους, κατά συνέπεια τη διατήρησαν και αναπαρήγαγαν επιλεκτικά σε ελεγχόμενο -δηλαδή σε αποκλειστικά οικείο- περιβάλλον, με αποτέλεσμα αυτή σταδιακά να «νοθευτεί» και να απομακρυνθεί από την αρχική «αυθεντική» μορφή της. Αυτή η ανάγκη «αποσιώπησης» της τουρκοκρητικής ταυτότητάς ώθησε πολλούς να προσκολληθούν περισσότερο στις μαρτυρίες και αφηγήσεις των παππούδων και των γονέων τους από την Κρήτη, αναπαράγοντας μια νοσταλγία και μια εξιδανικευμένη εικόνα για έναν τόπο που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν επισκέφθηκαν ποτέ. 

Με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, οι Τουρκοκρήτες πρόσφυγες τρίτης και τέταρτης γενιάς άρχισαν μετά το 2000 να εκδηλώνουν διστακτικά -αλλά ολοένα και πιο ανοικτά- ένα έντονο ενδιαφέρον να μάθουν περισσότερα για τους προγόνους τους και την Κρήτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εικόνα που αναπαράγουν -ή επιλέγουν να αναπαράγουν- είναι πιστή και συγγενής σε αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε και εννοούμε. Στο πλαίσιο της απομάκρυνσης της πολιτικής ζωής από την κεμαλική ιδεολογία, αλλά και της συχνότερης επαφής της τουρκικής κοινωνίας με αλλόγλωσσα και αλλογενή στοιχεία, τα τελευταία χρόνια η ετερότητα των Τουρκοκρητικών έχει «απενοχοποιηθεί» αρκετά, ή τουλάχιστον σε βαθμό που να μπορούν να δηλώνουν πλέον ανοικτά την καταγωγή τους και να οργανώνονται σε συλλόγους, με γνωστότερη ίσως την Giritliler Federasyonu (Ομοσπονδία Κρητών). Παράλληλα, έχει εκδηλωθεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκδόσεις συναφείς με την Κρήτη, το οποίο περιλαμβάνει τόσο λογοτεχνικά έργα, όσο και ιστορικά και κοινωνιολογικά. Οι εξελίξεις αυτές είναι ελπιδοφόρες, αλλά μένει να φανεί πως οι φορείς που ελέγχουν και αναπαράγουν τη μνήμη της Κρήτης θα την κατευθύνουν και λογοκρίνουν ή θα αναζητήσουν μια πιο αυθεντική μορφή της. 

Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς για την απόφασή τους να εκδώσουν το εν λόγω έργο. Εύχομαι το βιβλίο να είναι καλοτάξιδο και στην Ελένη πάντα επιτυχίες! 

Γιώργος Λιμαντζάκης, 

τουρκολόγος - ιστορικός