Μαρία Αρ. Καραγιάννη
Θα ήθελα, καταρχάς, να εκφράσω τη χαρά μου για αυτή την τιμή που μου δόθηκε από την κ. Ψαραδάκη να τοποθετηθώ επί του αξιόλογου έργου της, το οποίο απεικονίζει τη διάθεση και την ικανότητά της στην επιστημονική προσέγγιση του ανθρώπου και της πολυδιάστατης φύσης του.
Γι΄αυτό, λοιπόν, θα ξεκινήσω με μία φράση από το τέλος του βιβλίου, η οποία είναι χαρακτηριστική αυτής: «είμαστε οι μνήμες μας, αλλά και αυτό που μένει στις μνήμες των άλλων, όσα διηγούνται οι άλλοι για εμάς».
Η μνήμη μάς αυτοπροσδιορίζει, καθώς μας αφορά ατομικά και προσωπικά, ενδεχομένως όμως και μας ετεροκαθορίζει, αφού συνδέεται με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αυτή είτε δημιουργείται είτε αναπαράγεται. Αποτελεί τον τρόπο να συνδέσουμε το παρόν με το παρελθόν, ως κοινωνικό φαινόμενο ωστόσο σχετίζεται με πολλά παραπάνω. Καταρχάς πρέπει να αναφερθεί ότι οι ατομικές μνήμες μετατρέπονται σε συλλογικές και δίνουν οπτική στα γεγονότα, καθώς ακόμη και ο αποδέκτης μιας πρώτης μνήμης την υιοθετεί και την αναπαράγει στην πορεία του χρόνου. Οι κοινωνικές ομάδες που διατηρούν συλλογική μνήμη δημιουργούν μια ταυτότητα, η οποία καθορίζεται από τις ομοιότητες μεταξύ των μελών τους ή από τις διαφορές με τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με το αντίθετο της μνήμης, τη λήθη, η οποία συμβάλλει εξίσου στη δημιουργία της ταυτότητας μέσα από έναν διαφορετικό δρόμο, αυτόν της απόρριψης κάποιας τραυματικής εμπειρίας. Η βασική πληροφορία είναι ότι η μνήμη δεν μένει σταθερή, αλλά κατευθύνεται από τις ανάγκες του παρόντος και μετασχηματίζεται, έχοντας ουσιαστικά να κάνει με το ποια στοιχεία του παρελθόντος θεωρούμε κρίσιμα και θέλουμε να προβάλλουμε στο παρόν.
Είναι, λοιπόν, αναπόφευκτο να θυμόμαστε. Σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε κοινωνική ομάδα, η μνήμη είναι αυτή που δίνει το αίσθημα του ανήκειν. Υπό αυτό το πρίσμα η κ. Ψαραδάκη δεικνύει στοιχεία ταυτότητας στο σήμερα των Τουρκοκρητικών του Bodrum μέσα από την κριτική προσέγγιση της μνήμης και του παρελθόντος τους.
Σε σχέση με αυτό θα ήθελα να μείνω λίγο στην έννοια της κρητικότητας, που συναντάται μέσα στο βιβλίο. Όπως αναφέρει η κ. Ψαραδάκη, η κρητικότητα αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή. Οι Τουρκοκρητικοί με τους οποίους μίλησε αναπλάθουν, ερμηνεύουν και αναδομούν με επιλεκτικό τρόπο στοιχεία του παρελθόντος που συνδέονται με την Κρήτη. Η μελέτη, επομένως, στοιχείων προφορικής ιστορίας και καθημερινών πρακτικών, όπως το φαγητό, η γλώσσα και οι μουσικές παραδόσεις συνδυάζονται και κατασκευάζουν αυτό που τελικά οι Τουρκοκρητικοί ορίζουν ως κρητική καταγωγή. Το βασικό είναι ότι οι αναμνήσεις του παρελθόντος προσεγγίζονται σε συνάρτηση με την κατάσταση στο παρόν, οπότε ανάλογα προβάλλεται το «κρητικό» στοιχείο. Έτσι, βλέπουμε κάποια διακριτά στοιχεία της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής (αντικείμενα, φαγητό, ιδιωτικοί χώροι, δημόσιοι χώροι συγκεντρώσεων, τελετές, μουσική και τραγούδια) να έχουν πάντα αναφορά στο παρελθόν και στους προγόνους και να υπόκεινται σε μια κρητική κουλτούρα, που μπορεί μεν να μην της δίδεται σαφές περιεχόμενο, ορίζει ωστόσο το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθέτησαν τον εαυτό τους οι Τουρκοκρητικοί. Επίσης, οι αφηγήσεις των προσφύγων της α΄ γενιάς έχουν μεγάλο ρόλο στην αίσθηση κρητικότητας, αφού παρατηρείται ότι και οι απόγονοί τους προσδιορίστηκαν από αυτές, τις οικειοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο και, εκμηδενίζοντας τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα, εξιδανίκευσαν το παρελθόν, τον τόπο και τους ανθρώπους. Έτσι, δεν αισθάνονται τίποτε άλλο παρά Κρητικοί.
Ένα άλλο σημείο, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, είναι η γλώσσα, ο λόγος των Τουρκοκρητικών, η οποία είναι η κρητική διάλεκτος και η οποία αποτέλεσε συνεκτικός κρίκος για τους ίδιους. Διαβάζοντας τις μαρτυρίες κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η διατήρηση σε κάποιες περιπτώσεις της γνώσης της διαλέκτου. Λέξεις κατεξοχήν κρητικές, όπως επαέ, όντε, απού, κοπέλια, εκουζουλάθηκα κλπ δίνουν το στίγμα. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η επιβολή της πολιτιστικής ομοιογένειας που μεθόδευσε ο Κεμάλ (και) μέσω της αποκλειστικής χρήσης των τουρκικών σε συνδυασμό με την προφορικότητα της γλώσσας έπαιξε ρόλο στο να φθίνει η κρητική διάλεκτος μέσα στο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα κρητικά είναι σημείο αναφοράς για τους Τουρκοκρητικούς, καθώς φαίνεται πως υπάρχει διάθεση συνοχής με τις γλωσσικές ρίζες, οπότε και οι μαρτυρίες εμπλουτίζονται με κρητικές λέξεις. Επίσης, η ιδιαιτερότητα στην προφορά των Τουρκοκρητικών τους έκανε να ξεχωρίζουν και αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο στο οποίο αναφέρονται ως χαρακτηριστικό της καταγωγής τους.
Μία ακόμα άξια λόγου πολιτιστική έκφανση είναι αυτή των τραγουδιών και των μουσικών πρακτικών, κυρίως γιατί πρόκειται για παράδοση που οι άνθρωποι την κουβαλούν μαζί τους και μέσα τους, όπου κι αν βρεθούν. Η συλλογική μνήμη τονώνεται και τα συναισθήματα εκφράζονται ελεύθερα. Μαζί με όλα τα υπόλοιπα, λοιπόν, οι Τουρκοκρητικοί μετέφεραν στον τόπο εγκατάστασής τους και αυτό το πολιτιστικό στοιχείο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκε, προσαρμόστηκε και εκσυγχρονίστηκε αναμεμιγμένο με ύστερα στοιχεία. Ωστόσο, όπως αναφέρει η κ. Ψαραδάκη, οι Τουρκοκρητικοί δεν φαίνεται να διατήρησαν τα τραγούδια και τις μαντινάδες ως ιδιαίτερο γνώρισμα της καταγωγής τους.
Η μνήμη και η ταυτότητα, λοιπόν, αναθεωρούνται συνεχώς, ενώ το παρόν με το παρελθόν μπορούν να συνδεθούν και μέσω επινοήσεων. Οι συνεχείς μεταβολές στην κοινωνία, στον πολιτισμό, στην πολιτική και στην ιστορία μετασχηματίζουν και τη μνήμη προκειμένου να διατηρηθεί μέσα στο χρόνο η υπόσταση μιας κοινωνικής ομάδας, όπως των Τουρκοκρητικών, και η διατήρηση της ταυτότητάς της. Όπως αναφέρεται μέσα στο βιβλίο, «στους Τουρκοκρητικούς, με το πέρασμα των χρόνων, συντελέστηκε μια μεγάλη αλλαγή. Οι ίδιοι πέρασαν από μια κατάσταση καταπίεσης και περιθωριοποίησης σε μια κατάσταση όπου προβάλλεται μια ξεχωριστή ταυτότητα, με αποτέλεσμα οι παροντικές γενιές Τουρκοκρητικών να τονίζουν έντονα αυτή την προσφυγική ταυτότητα».
Επέλεξα να αναφέρω αυτή τη φράση, γιατί μελετώντας το βιβλίο αντιλήφθηκα ότι ως απόγονος προσφύγων κι εγώ, κάπως έτσι λειτουργώ σε σχέση με την καταγωγή μου, με την ταυτότητά μου. Εκείνο που προσωπικά μου έκανε εντύπωση, όχι με την έννοια της έκπληξης αλλά με εκείνη της επιβεβαίωσης, είναι ότι απόγονοι των Τουρκοκρητικών προσφύγων (β΄, γ΄, δ΄ γενιάς) εκδήλωσαν συναισθήματα, έδειξαν νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρουν πώς ήταν, κρατώντας ζωντανό ό,τι είχαν μάθει από τους προγόνους τους. Κατά την ανάγνωση των μαρτυριών υπήρχε μια οικειότητα, γιατί πρόκειται για μια εκδοχή της ίδιας ιστορίας, υπό το πρίσμα της κοινωνικής διάστασης της μνήμης, ατομικής και ομαδικής. Ακόμα, λοιπόν, και αν αυτή η μνήμη φθίνει ή μετασχηματίζεται, αφήνει το σημάδι της στις επόμενες γενιές, κατασκευάζει και ανακατασκευάζει ταυτότητες, δημιουργεί και κληροδοτεί πολιτισμό. Κι αυτή μνήμη, η συλλογική, η προσφυγική, η ανθρώπινη, έφτασε σχεδόν τον έναν αιώνα και αφορά κάθε παρελθόν, κάθε παρόν και κάθε μέλλον.
Κυρία Ψαραδάκη, σας ευχαριστούμε ιδιαιτέρως που μας το θυμίσατε!
Μαρία Αρ. Καραγιάννη
Συγγραφέας - Εκπαιδευτικός