Συνέντευξη στον Στέλιο Κουνδουράκη

Συνέντευξη στον Στέλιο Κουνδουράκη

Φανερά εντυπωσιασμένος από την παρουσίαση που παρακολούθησα, τις μαρτυρίες, τα γεγονότα καταγεγραμμένα όπως έγιναν, αλλά και τη δύσκολη προσπάθεια που έκανε η Ελένη Ψαραδάκη για να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό της δε θα μπορούσα παρά να τη συναντήσω.

Να μιλήσουμε από κοντά και να μοιραστεί μαζί μας τον τρόπο με τον οποίο το κατάφερε, τις δυσκολίες, τους ανθρώπους που γνώρισε και όλα όσα της είπαν, μα κυρίως την άλλη όψη του νομίσματος. Οι Τουρκοκρητικοί που έφυγαν από την Κρήτη και εγκαταστάθηκαν στο Bodrum με έντονα τα κρητικά στοιχεία. Περισσότερα όμως από την ίδια. Την υποδεχτήκαμε με μεγάλη χαρά και συγκίνηση...

Τι σε έκανε να μελετήσεις τους Τουρκοκρητικούς και όχι κάποιο άλλο θέμα; Η καταγωγή σου; Κάτι άλλο;

Δεν ήταν αφορμή η καταγωγή μου, καθώς δεν έχω μικρασιάτικες ρίζες. Όμως στο πέρασμα του χρόνου άρχισα να παρατηρώ ότι οι Μικρασιάτες είχαν μία έντονη παρουσία και μία ιδιαίτερη ταυτότητα στο χώρο, την οποία πρόβαλαν μέσω εκδηλώσεων και πολλών άλλων δραστηριοτήτων εδώ στην Κρήτη. Έτσι, σταδιακά, η συναναστροφή μου με γνωστούς και φίλους Μικρασιάτες μου κίνησε το ενδιαφέρον, ώστε να στραφώ και να μελετήσω πιο διεξοδικά τις μικρασιάτικες μνήμες. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, μέσω της έρευνας και της μελέτης της σχετικής βιβλιογραφίας, άρχισα να σχηματίζω μία πληρέστερη εικόνα για τους Μικρασιάτες, για τα μέρη που άφησαν πίσω τους και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν.

Άρα πρώτα έμαθες ή ασχολήθηκες με τους Μικρασιάτες και έκτοτε με τους Τουρκοκρητικούς που έφυγαν από την Κρήτη.

Ακριβώς. Το μεταπτυχιακό μου αφορούσε στους Μικρασιάτες και πιο συγκεκριμένα την πληθυσμιακή ομάδα που με την Ανταλλαγή Πληθυσμών εγκαταστάθηκε τελικά στο Ηράκλειο και τη Νέα Αλικαρνασσό. Ουσιαστικά πρόκειται για τους ανταλλάξιμους που ήρθαν από την Αλικαρνασσό, το σημερινό Μπόντρουμ (Bodrum) της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, πραγματοποίησα μια σειρά από συνεντεύξεις με Μικρασιάτες δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς, καθώς σκοπός ήταν να γίνει μια ανθρωπολογική και όχι αποκλειστικά ιστορική μελέτη. Ωστόσο, από την εργασία δεν λείπει το ιστορικό υπόβαθρο. Στον αναγνώστη παρουσιάζεται σύντομα ένα γενικό θεωρητικό πλαίσιο, για να μπορεί ο ίδιος να κατανοήσει τη χρονική περίοδο και το ζήτημα των προσφύγων, το οποίο μελετάται ως σημείο αναφοράς. Κεντρικό θέμα της έρευνας αποτελεί η μεταβίβαση της μνήμης από γενιά σε γενιά και οι τρόποι που αυτή η μεταβίβαση πραγματοποιείται στη μελέτη περίπτωσης των Μικρασιατών προσφύγων. Με την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών, μου δημιουργήθηκε άμεσα η επιθυμία να συνεχίσω να μελετώ το ίδιο θέμα, από την αντίστροφη πορεία. Θέλησα έτσι να ερευνήσω και να καταγράψω τις μνήμες των Μουσουλμάνων Κρητών που έφυγαν από το νησί και εγκαταστάθηκαν στο Μπόντρουμ, τις «μνήμες πατρίδων» των Τουρκοκρητικών απογόνων τους, ώστε να κάνω μια σύνδεση των δύο ερευνητικών προσπαθειών μου.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που ένιωθαν όταν τους έλεγες «δεν έχετε επισκεφτεί όμως την Κρήτη»; Η πρώτη τους αντίδραση; 

Αρχικά να αναφέρω ότι κάποιοι Τουρκοκρητικοί είχαν έρθει στην Κρήτη και είχαν να διηγηθούν ιστορίες από το ταξίδι τους. Οι περισσότεροι όμως από εκείνους που συνομίλησα δεν είχαν έρθει στο νησί. Ωστόσο και σε αυτούς ήταν διακριτή η επιθυμία να δουν τους τόπους καταγωγής τους. Μάλιστα, το ότι καταγόμουν και η ίδια από την Κρήτη θεωρώ πως συνέβαλε στο να θελήσουν να μάθουν περισσότερα για τον τόπο. Με λίγα λόγια ήταν σαν να μετέφερα κάποια στοιχεία του νησιού που τους συγκινούσαν και μετατράπηκα και σε μία «γέφυρα μνήμης» δίνοντας στους αφηγητές την ευκαιρία να εκφράσουν μία νοσταλγία για όσα είχαν ακούσει, για τις μνήμες των προγόνων τους.

Υπήρξαν κάποιοι που σου μετέφεραν ενδεχομένως τις πληροφορίες που είχαν ότι αν γυρίσουν στην Κρήτη να ψάξουν κάπου συγκεκριμένα για κάποιο σπίτι ή κλειδί ή το οτιδήποτε; Όπως έκαναν και οι Μικρασιάτες όταν κάποιοι από αυτούς επέστρεφαν μετά από χρόνια στην Τουρκία;

Υπήρχαν κάποιες μαρτυρίες που μου ανέφεραν, για παράδειγμα, τις Μαλάδες και την περιουσία που είχαν εκεί. Αρκετοί Τουρκοκρητικοί είχαν κάποια στοιχεία για τα μέρη που έμεναν οι πρόγονοί τους στην Κρήτη και όταν ταξίδεψαν προσπάθησαν να τα ψάξουν. Προσωπικά, δεν κατέγραψα κάποια μαρτυρία που να ανέφερε ότι κατάφεραν να βρουν τα σπίτια τους μετά από τόσα χρόνια. Όμως ότι υπήρχε αυτή η ανάγκη για αναζήτηση, υπήρχε, αυτό ήταν φανερό.

Αισθάνθηκες ότι νιώθουν υπερήφανοι για την καταγωγή τους;

Η δεύτερη γενιά, που έχει πιο έντονες τις μνήμες, μπορώ να πω ότι εκφράζει μία περηφάνια, ναι. Αλλά αυτό είναι κάτι που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Μέχρι και πριν κάποια χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί οποιαδήποτε διαφορετικότητα . Το τουρκικό κράτος ήταν πολύ αυστηρό σε αυτά τα ζητήματα. Μην ξεχνάμε ότι για πολλά χρόνια δεν επιτρεπόταν η ομιλία οποιασδήποτε άλλης γλώσσας πέραν της τουρκικής. Πόσο μάλλον να μπορούσαν οι Τουρκοκρητικοί να εκφράσουν την οποιαδήποτε περηφάνια για την καταγωγή τους. Παρόλα αυτά όμως κράτησαν το παρελθόν τους για τους ίδιους, σε ένα πιο ιδιωτικό πλαίσιο, καθώς ήταν κάτι που τους στιγμάτιζε. Τα τελευταία χρόνια, που και οι Μικρασιάτες ταξιδεύουν για να δουν τους τόπους καταγωγής τους, είναι πιο εύκολο και για τους Τουρκοκρητικούς να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι και οι ίδιοι για να αναζητήσουν τις ρίζες τους.

Πως ήταν η σχέση των προγόνων τους με τους Κρητικούς όταν ζούσαν στην Κρήτη; Τι σου είπαν; Πόσο καλά ζούσαν μεταξύ τους και που υπήρχαν διαφορές συμβίωσης, αν υπήρχαν;

Γενικότερα από όσα κατέγραψα η Κρήτη θεωρούνταν ένας πλούσιος τόπος. Ένας τόπος όμορφος. Αναφέρουν ότι άφησαν πίσω τους μία καλή ζωή, ότι είχαν καλές σχέσεις με τους γείτονές τους. Από αυτά που μου ανέφεραν παρουσίαζαν μία πολύ καλή εικόνα της Κρήτης. Εστίαζαν στα καλά.

Σίγουρα θα υπάρχουν και κάποιοι που ήθελαν να έρθουν και το κατάφεραν μετά από τόσα που είχαν ακούσει από τους παλαιότερους. Τι σου είπαν;

Κάποιοι κατάφεραν να έρθουν, είτε μόνοι τους είτε οργανωμένα. Ήθελαν πάρα πολύ να βρουν στοιχεία για το παρελθόν σύμφωνα με όσα είχαν ακούσει. Συνάντησα και η ίδια στο Ηράκλειο, λίγους μήνες μετά την έρευνά μου, κάποιους Τουρκοκρητικούς από αυτούς που είχα γνωρίσει στο Μπόντρουμ, που ήρθαν στον τόπο καταγωγής τους και ήταν πολύ συγκινητικό. Επισκεφτήκαμε για παράδειγμα και τις Μαλάδες, μήπως βρουν στοιχεία για την οικογένειά τους, αλλά ήταν δύσκολο. Τα σπίτια είχαν καταστραφεί και δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι που θα τους έφερνε πιο κοντά στις αναμνήσεις τους. Είχε πολύ ενδιαφέρον όμως ότι, φεύγοντας από την Κρήτη οι Τουρκοκρητικοί πήραν μαζί τους χώμα και κάποια κλαδιά ελιάς. Πολλές προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες που είναι πραγματικά συγκινητικές.

Ποια μαρτυρία σου έκανε εντύπωση και είπες να γι αυτό άξιζε το ταξίδι, γι αυτό άξιζε να γράψω το βιβλίο;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία μαρτυρία. Το ταξίδι άξιζε για όλες τις μαρτυρίες. Γενικά ήταν μία πολύ δυνατή εμπειρία αυτή που έζησα, δεν περιγράφεται με λέξεις. Είχε πολλές δυσκολίες αλλά και ξεχωριστές στιγμές. Πολλές από τις μαρτυρίες που κατέγραψα ήταν από ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή και δεν πρόλαβαν να δουν το βιβλίο. Ήταν μοναδικό που είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω στους τόπους αυτούς και να προλάβω να συναντήσω ανθρώπους που μιλούσαν ακόμα κρητικά και γνώριζαν για την Κρήτη. Παρόλο που στην αρχή έλεγαν ότι δεν θυμόντουσαν, με τη συζήτηση ζωντάνεψαν οι σκέψεις και οι αφηγητές άρχισαν να θυμούνται και να εκφράζονται στα κρητικά λίγο λίγο. Κάποιες λέξεις στην αρχή. Μετά λίγο περισσότερες, μέχρι που ανακάλεσαν τραγούδια και μαντινάδες. Αυτές οι εκφράσεις όμως δεν ήταν ούτε συχνές ούτε δημόσιες. Ακόμα και μέσα στα σπίτια τους, οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, αν και γνώριζαν κρητικά δεν μιλούσαν συχνά. Αφηγητές ανέφεραν ότι συνήθως οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς μιλούσαν στα κρητικά όταν ήθελαν να πουν κάτι που δεν ήθελαν να καταλάβουν τα παιδιά τους.

Πόσες φορές πήγες Τουρκία και ποιες ήταν οι διαφορές από ταξίδι σε ταξίδι;

Πρώτη φορά πήγα το 2013. Επέστρεψα το 2014, το 2015 και το 2016. Στο πρώτο ταξίδι έμεινα για 3 μήνες. Εκείνο το διάστημα είχα λάβει μια υποτροφία που κάλυψε μέρος των εξόδων μετακίνησης και διαμονής. Είχα ειδική τρίμηνη βίζα και άδεια λόγω του προγράμματος Erasmus, με το οποίο έκανα την πρακτική μου στο Μουσείο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας του Bodrum. Εκεί εργάστηκα ως κοινωνιολόγος κάνοντας έρευνα για το προφίλ των επισκεπτών του μουσείου. Η εργασία μου αυτή βοήθησε ώστε να γίνω γνωστή στο χώρο και να έρθω σε επαφή συγχρόνως με τους Τουρκοκρητικούς. Οι ίδιοι ήξεραν πού να με βρουν και υπήρχε εμπιστοσύνη. Ήξεραν όλοι ότι είμαι εκεί για την διατριβή μου και ότι συγκέντρωνα το υλικό που χρειαζόμουν για να μπορέσω, επιστρέφοντας στην Κρήτη, να γράψω για αυτό. Το 2014 έμεινα στο Bodrum για μία εβδομάδα λόγω μιας εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε εκεί και το 2015 επέστρεψα για άλλους 3 μήνες. Στην αρχή η διαμονή μου ήταν σε ξενοδοχείο, αλλά αργότερα στη διαμονή με βοήθησαν τόσο συνάδελφοι από το Μουσείο όσο και οικογένειες Τουρκοκρητικών.

Είχες πλέον κάνει καλές σχέσεις με τους Τουρκοκρητικούς; Σχέσεις εμπιστοσύνης να το έλεγα;

Ναι σίγουρα. Αυτό φαίνεται και στη φιλοξενία που μου πρόσφεραν, για να γνωρίσω από κοντά τις οικογένειες τους για την έρευνά μου. Δεν ήταν εύκολο να μου ανοίξουν τα σπίτια τους όμως χαίρομαι που τα κατάφερα. Με την πάροδο του χρόνου οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν τόσο καλές, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γράψουν για μένα και σε τοπική εφημερίδα του Bodrum. Το 2015 έγινε και ένα συνέδριο με θέμα την εργασία μου εκεί, στο οποίο συμμετείχε και ο Τούρκος καθηγητής Πανεπιστημίου Tuncay Ercan Sepetcioğlu . Η ομιλία μου έγινε στα τουρκικά και συμμετείχαν πολλοί Τουρκοκρητικοί. Το 2016 επισκέφτηκα το Bodrum άλλη μία φορά για το δεύτερο μέρος του συνεδρίου, όπου συμμετείχα με άλλη μία ομιλία. Στο εν λόγω ταξίδι οι διοργανωτές κάλυψαν τα έξοδα λόγω της συμμετοχής μου στην εκδήλωση.

Φοβήθηκες ποτέ σε όλη τη διάρκεια της έρευνάς σου, αν όχι για τη ζωή σου τουλάχιστον ότι δεν θα τα καταφέρεις;

Πιστεύω ότι όποιος φεύγει από την χώρα του και πηγαίνει μόνος σε μια άλλη χώρα, όπου δε γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει, αισθάνεται φόβο και αγωνία. Ειδικότερα στη δική μου περίπτωση, που η φύση της έρευνας είναι τέτοια, καθώς έχει να κάνει με την ανθρώπινη επικοινωνία και η έρευνα γίνεται σε φυσικό χώρο και όχι μέσω βιβλιογραφικής αναζήτησης. Περιλαμβάνει συνεντεύξεις σε μια ξένη γλώσσα, ταξίδια στο εξωτερικό και όλο αυτό έχει μία αγωνία αν θα τα καταφέρεις. Ειδικά όταν λείπεις για αρκετό καιρό και δεν είναι εύκολο να επιστρέψεις ανά πάσα στιγμή στον τόπο σου. Η γλώσσα επίσης ήταν ένα ζήτημα που είχε τις δυσκολίες του.

Στην ανταλλαγή πληθυσμών οι Τουρκοκρητικοί έμειναν σε σπίτια Ελλήνων που έφυγαν από Τουρκία ή τους δόθηκαν περιοχές να ξεκινήσουν από την αρχή;

Οι Τουρκοκρητικοί εγκαταστάθηκαν σε σπίτια που τους παραχωρήθηκαν μετά την αναχώρηση των Μικρασιατών λόγω της Ανταλλαγής Πληθυσμών. Τους δόθηκαν και κτήματα για να ξεκινήσουν εκ νέου τις ζωές τους. Στο Bodrum επίσης πολλοί ήταν ψαράδες και ασχολήθηκαν με ναυτικά επαγγέλματα λόγω της θέσης της πόλης. Πολλοί Μικρασιάτες, χρόνια αργότερα, επισκέφτηκαν την πόλη και κατόρθωσαν να βρουν τα σπίτια των προγόνων και αυτό ήταν επίσης το πιο συγκλονιστικό.

Μετά από κάποιες μαρτυρίες και καταθέσεις ψυχής αν μπορούμε να το πούμε έτσι που άκουσες και κατέγραψες, πιστεύεις ότι κάποιοι από τους Τουρκοκρητικούς θα ήθελαν να ζουν εδώ; Έχοντας έρθει ή όχι έστω και μία φορά;

Μπορώ να πω ότι σίγουρα οι Τουρκοκρητικοί έχουν την επιθυμία να δουν τον τόπο καταγωγής των γονιών τους. Αυτό μπορώ να το πω. Αλλά δεν έχουν την επιθυμία να έρθουν και να ζήσουν εδώ. Ένα ταξίδι είναι ευκολότερο. Επίσης οι ίδιοι γνωρίζουν την Κρήτη από μαρτυρίες που δεν αντικατοπτρίσουν πλέον την πραγματικότητα. Οι ζωές τους είναι εκεί και έχουν ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία.

Ποιο ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της όλης σου προσπάθειας να γράψεις το βιβλίο;

Ήταν ένας δύσκολος στόχος, το ήξερα από την αρχή. Θεωρώ ότι έπαιξε ρόλο και η ηλικία στην οποία ήμουν όταν ξεκίνησα την έρευνα, οι ιδέες που είχα και η όρεξη για δημιουργία. Ήταν μία δύσκολη απόφαση, αλλά χαίρομαι που την πήρα σε εκείνη τη φάση της ζωής μου. Με δέσμευσε πολύ χρονικά, όμως κατάφερα με πολύ κόπο συνειδητά να συνδυάσω πολλά. Απαιτητική έρευνα σε άλλη γλώσσα, μελέτη εκτενούς βιβλιογραφίας και πολλά άλλα. Από την πρώτη στιγμή και για όσο ήμουν εκεί προσπάθησα να μιλάω μόνο στα τουρκικά για να μαθαίνω τη γλώσσα πιο γρήγορα. Όσον αφορά στο βιβλίο, θέλησα η γραφή του να είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει στον αναγνώστη να φανταστεί μέσω των αφηγήσεων την εικόνα του χώρου, αλλά και να σχηματίσει μία ιδέα για το τι περιγράφουν ως «κρητικότητα» όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι μετά την υποστήριξη της διατριβής μου χρειάστηκαν δυο χρόνια για να προσαρμόσω το κείμενο σε μορφή προσιτή για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.

Φαγητό, μεγάλο κεφάλαιο. Τι είναι αυτό που παρατήρησες και σου έκανε εντύπωση. Υπάρχουν ομοιότητες, υπάρχουν συνδέσεις των δύο λαών με κοινά στοιχεία;

Πράγματι, το φαγητό αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο που αναφέρθηκα ξεχωριστά. Στο βιβλίο προσπάθησα να αναδείξω πώς οι Τουρκοκρητικοί προβάλλουν την κρητική καταγωγή σε σχέση και με το φαγητό και τις διατροφικές τους συνήθειες. Για παράδειγμα, φάνηκε ότι έτρωγαν πολλά χόρτα και χοχλιούς, γεύσεις που οι ντόπιοι δε γνώριζαν. Σε σχέση με τα χόρτα, φαίνεται πως καταναλώνονταν σε τέτοιο βαθμό που άκουσα να λένε ότι οι Τουρκοκρητικοί έτρωγαν τόσα χόρτα που δεν άφηναν για τα ζώα. Τόσο πολύ. Επίσης οι Τουρκοκρητικοί αναφέρθηκαν ξεχωριστά στη χρήση του ελαιόλαδου, σε αντίθεση με τους ντόπιους που χρησιμοποιούν βούτυρο. Γενικά είναι γεγονός ότι μετά από τόσες μαρτυρίες παρατήρησα ότι οι απόγονοι των προσφύγων συνεχίζουν να θυμούνται στην κρητική γλώσσα πολλά συστατικά που χρησιμοποιούνται στα φαγητά.

Γλώσσα. Άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Ποια η σχέση τους με τη κρητική διάλεκτο και μιλώντας μαζί τους βρήκες μετά από τόσα χρόνια λέξεις ή και εκφράσεις που έμειναν στο χρόνο;

Οι Τουρκοκρητικοί μόνο προφορικά μπόρεσαν να διατηρήσουν την κρητική διάλεκτο. Πολλές οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί, όμως κατάφεραν να την κρατήσουν ζωντανή. Τα τραγούδια και οι μαντινάδες ήταν παραδείγματα που βοήθησαν να διατηρηθούν τέτοιες γλωσσικές εκφράσεις της μνήμης.

Πόσο δύσκολο ήταν να μάθεις την τουρκική γλώσσα, κάτι που προφανώς σε βοήθησε τα μέγιστα στην έρευνά σου στο Μπόντρουμ;

Η τουρκική γλώσσα είναι πολύ διαφορετική από τις ευρωπαϊκές και ήταν δύσκολο να μπω στη φιλοσοφία της. Μου πήρε χρόνο να την μάθω αλλά είχα μεγάλη θέληση και αγάπη σε όλο αυτό που ήθελα να κάνω, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να καταφέρω να φέρω εις πέρας την όλη προσπάθεια, με αποτέλεσμα και το βιβλίο «Μνήμες πατρίδων. Όψεις ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum» (εκδ. Ραδάμανθυς). Το βιβλίο φωτίζει κάποια άγνωστα μέχρι πρότινος στοιχεία για τους Τουρκοκρητικούς και την άλλη πλευρά της Ανταλλαγής, που ο αναγνώστης έχει πλέον τη δυνατότητα να γνωρίσει. Οι Τουρκοκρητικοί, απόγονοι των Μουσουλμάνων που ζούσαν στην Κρήτη, αν και Τούρκοι πολίτες πλέον εξακολουθούν να επικαλούνται μία κρητική καταγωγή ακόμα κι αν δεν έχουν έρθει στη Κρήτη . Η γνώση και ομιλία της τουρκικής γλώσσας από μέρους μου βοήθησε ώστε να αποτυπώσω καλύτερα όσα εκφράζουν οι ίδιοι στην γλώσσα που γνωρίζουν πλέον αποκλειστικά.

Γνωρίζουμε από τους δικούς μας πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ότι είχαν μία όχι και τόσο καλή αντιμετώπιση, που πήρε χρόνια για να ξεπεραστεί. Στην Τουρκία υπήρξε η ίδια αντιμετώπιση από τους εκεί Τούρκους προς τους Τουρκοκρητικούς που πήγαν; Τι σου είπαν για αυτό;

Ναι υπήρχε μία αρνητική αντιμετώπιση στην αρχή και μία διάκριση. Οι Τουρκοκρητικοί εγκαταστάθηκαν κυρίως σε ξεχωριστές γειτονιές και αντιμετώπισαν δυσκολίες, όπως δυσκολίες βίωσαν και οι Μικρασιάτες τα πρώτα χρόνια που ήρθαν στην Ελλάδα. Πήγαιναν σε συγκεκριμένα καφενεία για παράδειγμα, από επιλογή τους φυσικά. Και οι ίδιοι αισθάνονταν αυτή τη διάκριση.

Ποιοι σε βοήθησαν σε όλο αυτό το εγχείρημα και πρέπει να τους αναφέρεις;

Η οικογένειά μου, οι καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο και φυσικά όλοι όσοι συναναστράφηκα ερευνητικά καθ' όλη τη διάρκεια και σε κάθε στάδιο της εργασίας μου. Αν και είναι αδύνατον να τους αναφέρω ονομαστικά θα ήθελα να τους ευχαριστήσω όλους και τον καθένα ξεχωριστά, καθώς χωρίς τη συμβολή τους δεν θα ολοκληρωνόταν η έρευνά μου και κατ' επέκταση το βιβλίο. Το βιβλίο αποτελείται από «μνήμες πατρίδων», από μνήμες ανθρώπων που καθορίζουν σε ένα μεγάλο βαθμό το ίδιο το βιβλίο. Ευχαριστώ τον καθένα ξεχωριστά.

Αν ήξερες τη δυσκολία που είχε για να βγάλεις εις πέρας το βιβλίο θα το ξεκινούσες ξανά;

Ναι. Θα το έκανα ξανά. Το κομμάτι της έρευνας είναι ένα αντικείμενο που αγαπώ πάρα πολύ, με γεμίζει και με ενδιαφέρει στο μέγιστο. Και τώρα που με ρωτάς συγκινούμαι, καθώς σκέφτομαι και αναπολώ όλο αυτό το «ταξίδι της γνώσης», την εμπειρία που αποκόμισα. Έχω ήδη στα σκαριά το επόμενο θέμα για το οποίο θα ήθελα να γράψω, αλλά δεν θα αναφέρω κάτι περισσότερο για την ώρα. Σίγουρα κινούμαι συγγραφικά ξανά σε ζητήματα μνήμης και ανάδειξης της ταυτότητας. Είναι κάτι που μου αρέσει και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Γενικά μου αρέσει η συγγραφή πέραν του ακαδημαϊκού και ερευνητικού επίπεδου.

Η βιβλιογραφία που υπάρχει πίσω από όλη αυτή την έρευνα είναι μεγάλη;

Πρόκειται για μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της διδακτορικής μου διατριβής και ο αναγνώστης μπορεί να το αντιληφθεί αυτό, τόσο στη βιβλιογραφική τεκμηρίωση που διατρέχει όλο το βιβλίο, όσο και συγκεντρωτικά στις σελίδες στο τέλος του, όπου παρουσιάζεται λεπτομερώς η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα τουρκικά. Η έρευνα δεν είναι κάτι που τελειώνει, αλλά συνεχίζεται διαρκώς. Το βιβλίο αυτό έχει στόχο να βοηθήσει τις επόμενες έρευνες, βάζοντας ένα ακόμα λιθαράκι στο διαχρονικό ζήτημα της προσφυγικής μνήμης.

Προσωπικά σαν Ελένη πόσο σε άλλαξε σαν άνθρωπο όλο αυτό;

Σίγουρα όλη αυτή η διαδικασία άλλαξε τον τρόπο σκέψης και την αντίληψή μου, το πώς προσεγγίζω και διαχειρίζομαι ερευνητικά ζητήματα και θέματα μελέτης. Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει η δυνατότητα να μεταδίδεται η γνώση και να μην περιορίζεται σε συγκεκριμένο κοινό. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που το βιβλίο αυτό ήρθε στο φως σε αυτήν τη μορφή. Ήταν μία εμπειρία ζωής και χαίρομαι που τη μοιράζομαι.

Τι θα θυμάσαι από το Μποντρούμ που θα σου μείνει για πάντα στη μνήμη και θα το λες και στα παιδιά σου;

Η φιλοξενία και η αγάπη που μου έδειξαν τελικά αυτοί οι άνθρωποι. Δεν με γνώριζαν, όμως μου έδωσαν την ευκαιρία να τους πλησιάσω και με βοήθησαν στο να πραγματοποιήσω την έρευνά μου, η οποία στηρίχθηκε στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και το σεβασμό στις ζωές και τις ιστορίες που κουβαλούσαν οι αφηγητές. Είναι μεγάλη η ευθύνη να είσαι αποδέκτης ιστοριών ζωής που δεν είναι ευχάριστες αλλά αντιθέτως τραυματικές. Είναι μεγάλη η ικανοποίηση όμως να μετατρέπονται οι αναμνήσεις στο τέλος σε κάτι όμορφο και από τις δύο πλευρές. Γι' αυτό και ο αποχωρισμός σε κάθε ταξίδι δεν έμενε μονάχα στη συγκίνηση. Αφιερώνω το βιβλίο σε όλους αυτούς τους ανθρώπους.

Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που μοιράστηκες μαζί μας τις «μνήμες» σου από όλη αυτή τη συγκλονιστική έρευνα και ευχόμαστε στο βιβλίο το καλύτερο ταξίδι μέσα στο χρόνο.

Εγώ ευχαριστώ πολύ.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε εδώ:

 https://bestmagazine.gr/2022/11/15/%ce%b5%ce%bb%ce...