Αγγελική Μαγαράκη
Πριν από οχτώ περίπου χρόνια στον Ελληνικό Κόσμο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού η Ελένη Ψαραδάκη ήταν μία από τις ομιλήτριες στην παρουσίαση του βιβλίου μου Σπίτια της καρδιάς…»
Κι ήρθαν του κύκλου τα γυρίσματα και βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να μιλήσω για το δικό της βιβλίο, τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο Μνήμες Πατρίδων – Όψεις ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum. (Ελένη, σ΄ ευχαριστώ θερμά για την τιμή.)
Διανύουμε τον εκατοστό πρώτο χρόνο από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ομιλίες, αφιερώματα, εκδόσεις πολυάριθμων βιβλίων, εκδηλώσεις αναζωπύρωσαν τις μνήμες. Βέβαια, εστιάζουμε και είναι αναμενόμενο στα πολεμικά γεγονότα, στις αιτίες και τις αφορμές της μεγαλύτερης τραγωδίας του νεότερου Ελληνισμού που έφερε «την ημιπληγία του Αιγαίου» σύμφωνα με τον σοφό λόγο της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ. Η τραγωδία όμως δεν σταμάτησε εκεί. Οι τελευταίες πράξεις της χάραξαν τη σφραγίδα τους στις ζωές των ανθρώπων με μεγάλα γράμματα: ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ 1923 -1924. Χρονιές σταθμοί για τους ανθρώπους που διέπλευσαν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Για τον Γιώργο και τον Μουσταφά, για τη Μαρία και την Αϊσέ.
Ξεχνάμε έτσι πολύ συχνά το πολιτισμικό αποτύπωμα που άφησαν οι άνθρωποι σ΄ εκείνο και σε τούτο τον τόπο. Όνειρο ζωής για μένα να αναζητήσω τα χνάρια των Ελλήνων προγόνων μου στη μικρασιατική γη. Ηχηρό αποτύπωμά τους τα εναπομείναντα τα ελληνικά σπίτια, παρά την επέλαση της πολυκατοικίας. Τα γύρεψα περιδιαβαίνοντας 90 πόλεις και χωριά σε ολόκληρη τη γειτονική χώρα. Μένουν εκεί, άλλα αφημένα στα νύχια του χρόνου με πετρωμένα ρόπτρα και σκουριασμένες κλειδαριές κι άλλα να κατοικούνται από καινούριους ενοίκους, πολλοί απ΄ τους οποίους Τουρκοκρητικοί. Τα βήματά μου με έφεραν – όπως ήταν φυσικό - και στην Αλικαρνασσό. Πρώτη μου έγνοια να ψάξω και να βρω την ελληνική γειτονιά, τη γιουνάν ή ρουμ μαχαλέ που μετονομάστηκε σε Γκιριτλί μαχαλέ (Κρητική γειτονιά) και στο σημείο αυτό συναντώ το βιβλίο της Ελένης Ψαραδάκη. Με την επιστημοσύνη αλλά και την ευαισθησία που τη διακρίνουν η συγγραφέας μάς οδηγεί και μας ξεναγεί στη γειτονιά των ανταλλάξιμων Τουρκοκρητικών ανατολικά της πόλης της παλιάς Αλικαρνασσού. Τεκμηριωμένα, μέσα από συνεντεύξεις με ανθρώπους κρητικής καταγωγής, αποτυπώνει ανάγλυφα την αλλαγή σκυτάλης στην παλιά αυτή γειτονιά. . «Εδώ ο μαχαλάς ήταν όλο Έλληνες[…] Ούλοι Έλληνες[…] και λέγανε από το Μπόντρουμ ρουμ μαχαλά. Όντε ήρθαμε εμείς εδώ λέγανε giritli mahalle[…] Αυτός ο μαχαλές ήτονε μόνο Κρητικοί[…]…» εξομολογείται ο Μουσταφά στη συνέντευξη που δίνει στη συγγραφέα. Μια ακόμη μαρτυρία: «Εδώ έμεναν στα σπίτια που άφησαν οι Έλληνες[…] Έμεναν σε κρητική γειτονιά. Η μαμά μου γεννήθηκε σε κρητική γειτονιά. Κι εγώ μεγάλωσα εκεί.»
Βέβαια, όπως επισημαίνει η συγγραφέας μας, η τουριστική ανάπτυξη έχει αλλοιώσει σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία της περιοχής. Τα περισσότερα σπίτια, γράφει η Ελένη Ψαραδάκη, ήταν πετρόκτιστα με ισόγειο κτίσμα και ένα όροφο καθώς και με κλειστού τύπου αυλή που παραπέμπει σε μουσουλμανικό σπίτι. Ίσως στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε την αλληλεπίδραση ακόμα και στην αρχιτεκτονική ανάμεσα στις δύο εθνότητες.
Η συγγραφέας μας διαπιστώνει ότι σε πολλά σπίτια είχαν γίνει προσθήκες ορόφων ή δωματίων ή ακόμη και νέων κτισμάτων στον αύλειο χώρο. Αυτό γινόταν κατόπιν γάμου κάποιου μέλους της οικογένειας, αφού ο άντρας, σύμφωνα με τις παραδόσεις, είχε την υποχρέωση να χτίσει σπίτι και να στεγάσει τη νέα οικογένεια. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλοιωθεί η αρχική όψη της οικίας. Τη διαπίστωση αυτή ενισχύει ένας Τουρκοκρητικός από το Bodrum με τον οποίο είχα μια τηλεφωνική επικοινωνία. Δεν μπορούσε να με δεχτεί στο σπίτι του, γιατί ήταν «αρρωστάρης». Μιλώντας λοιπόν στο τηλέφωνο για τα παλιά και τη γειτονιά των Ελλήνων μου είπε χαρακτηριστικά: Οι Έλληνες αφήκανε καλά σπίτια! Εμείς τα εκάμαμε μαϊμούνια!»
Η Ελένη Ψαραδάκη ρίχνει το φακό της έρευνάς της στο κατώφλι του σπιτιού. Εκεί που συγκεντρώνονται και κάθονται οι γυναίκες της γειτονιάς. Συμβαίνει ακόμη στα χωριά μας. Όπως σημειώνει το κατώφλι αποτελούσε σημείο συναναστροφής των γυναικών και θα μπορούσε να παρομοιαστεί με «γυναικείο καφενείο» καθώς τα στενά σοκάκια προσφέρονταν για τέτοιες συναντήσεις. Τονίζει μάλιστα ότι συνδυάζονταν με δείγματα νοικοκυροσύνης και φιλοξενίας. Έντονα ένιωσα αυτή τη νοικοκυροσύνη και τη φιλοξενία σ΄ όλο το γυρογιάλι της Μικρασίας, όπου κατοικούν Τουρκοκρητικοί. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξαν να κοιτούν θάλασσα. Στις περιηγήσεις μου ένα ποτήρι δροσερό νερό, ένα χαμόγελο και μια μόνο λέξη Girit - Κρήτη ήταν αρκετά για να αναγνωρίσουμε την κοινή μοίρα και να δεθούμε για πάντα μέσα από εκείνες τις στιγμές.
Η Ελένη Ψαραδάκη διαβαίνει τα κατώφλια των σπιτιών κι αναζητά την κρητική ταυτότητα των ενοίκων τους. Τονίζει ότι τα σπίτια δεν είναι μόνο κτίρια. Είναι τόποι μνήμης και συμπληρώνει ότι, «όπως προσέχουμε το σώμα μας να μην αρρωστήσει , έτσι φροντίζουμε και το σπίτι, μέχρι για κάποιο λόγο να το αφήσουμε». Τα έπιπλα, τα αντικείμενα μας μιλούν για την ιστορία του κάθε σπιτιού και των ανθρώπων του. Κι όπως πολύ σωστά έχει γραφτεί « η μνήμη χρειάζεται στηρίγματα υλικά». Η συγγραφέας μας αναζητεί σε επιτόπια έρευνα τα «κρητικά σημάδια» και τα αναγνωρίζει. Σκεύη και λευκά είδη, όπως φλιτζάνια, πιάτα, τραπεζομάντιλα, πετσετάκια και βέβαια φωτογραφίες των προγόνων, αποτέλεσαν τις «γέφυρες» όπως, γράφει, με το παρελθόν. Μάλιστα στην περίπτωση που τα αντικείμενα ήταν φτιαγμένα από τους προγόνους είχαν μετατραπεί σε «εκθέματα» που συμπλήρωναν τον διάκοσμο του σπιτιού με ελάχιστη ή μηδαμινή χρήση. Τα προφύλασσαν σε κάποιο ντουλάπι ή κορνίζα , αν επρόκειτο για φωτογραφίες. «Οι φωτογραφίες», αναφέρει η Ελένη Ψαραδάκη, «φάνηκε να έχουν σημαντική θέση στα σπίτια των Τουρκοκρητικών, ιδιαίτερα αν ο πρόγονος που εικονίζεται σ’ αυτές φέρει την κρητική ενδυμασία. Τεκμήριο αυθεντικότητας για τους απογόνους αλλά και μέσο γνωριμίας με το παρελθόν.
«Τις κοιτάζω (τις φωτογραφίες εννοεί) και είμαι ευτυχισμένος. Έχω πολλή νοσταλγία[…] Ο πατέρας έρχεται στο νου, η μητέρα μου. Πώς εζήσανε εκεί, ήντα εκάμανε. Σύμφωνα με αυτό είμαι χαρούμενος[…] Πάντα κάθομαι εδώ τσε σκέφτομαι την Κρήτη[…] μιλά εκ βαθέων στη συγγραφέα ο Χουσεΐν τον Ιούλιο του 2013. Η Ilkur, Τουρκοκρητικιά δεύτερης γενιάς, αναφέρει ότι τις φωτογραφίες που τράβηξε πηγαίνοντας στην Κρήτη, στα μέρη όπου της είχε υποδείξει ο πατέρας της, όταν του τις έδωσε τις είχε πάντα μαζί του και τονίζει «’Οπου πήγαινε τις έδειχνε. Σαν χρυσό τις είχε. Τόσο πολύ αγαπούσε την Κρήτη. Νοσταλγία πολλή».
Μέσα στα λόγια των ανθρώπων με τους οποίους ήρθε σε επαφή η συγγραφέας ξεχωρίζουν οι λέξεις νοσταλγία και αγάπη. Σ΄ αυτά τα συναισθήματα έρχεται να προστεθεί ο καημός για τη χαμένη πατρίδα. «Όφου μωρέ Κρήτη! Όφου μωρέ Κρήτη» θυμάται η Guler την επαναλαμβανόμενη φράση οδύνης από το θείο της. Κι ο Μεχμέτ: «Η παντέρμη Κρήτη, ήλεγε. Η παντέρμη Κρήτη.»
Διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης Ψαραδάκη ξαναζωντάνεψαν μνήμες τόσο από τα ταξίδια μου στη Μικρασία όσο κι από τους δικούς μου ανθρώπους. Πολύ συχνά έρχονταν στο μυαλό μου οι βαθιοί αναστεναγμοί τους που στην εκπνοή γίνονταν επίκληση και παράπονο «Αχ, πατρίδα μου!»
Οι άνθρωποι σε όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονται πονούν το ίδιο για τον ξεριζωμό. Τα δάκρυα του Μουσταφά και του Γιώργου, της Αϊσέ και της Μαρίας πίκραναν το Αιγαίο, που δυστυχώς εξακολουθεί να γίνεται θάλασσα πίκρας και χαμού.
Κλείνω με ένα δίστιχο -απόσπασμα από τραγούδι- που έχει ερμηνευτεί από λαϊκούς τραγουδιστές, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης και το οποίο παραθέτει η συγγραφέας, καθώς το άκουσε από τα χείλη του Τουρκοκρητικού Husein. Η Ελένη Ψαραδάκη σημειώνει ότι «η δημοτικότητα του Καζαντζίδη αλλά και το γεγονός ότι το τραγούδι ήταν σε γλώσσα που καταλάβαιναν οι Τουρκοκρητικοί είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή με το άκουσμα του τραγουδιού και να ταυτιστούν με τον πόνο και το βάρος των συναισθημάτων που κουβαλούσε.» Μέσα σ’ αυτά κι ο πόνος για τη χαμένη πατρίδα!
«Στον μικρό μου τον κήπο, στη μικρή μου αυλή, δεν ανθίζουν λουλούδια γιατί λείπεις εσύ»
Αγγελική Κίτσου -Μαγαράκη