Η γεύση της μνήμης

Η γεύση της μνήμης

Τις προάλλες βρέθηκα σε ένα χωριό του τόπου μου, σε ένα από εκείνα τα χωριά που επιμένουν να διατηρούν άσβεστη τη φυσιογνωμία της επαρχίας  και εξακολουθούν να αντιστέκονται στο χρόνο, ο οποίος συνεχώς εξελίσσει και αλλοιώνει ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Τις προάλλες  λοιπόν, εκεί, σε ένα γραφικό, επαρχιακό χωριό, συνάντησα μια παρέα ανθρώπων. Άνθρωποι αυθεντικοί, που επιμένουν να "θυμούνται μνήμες" μιας άλλης, μακρινής μα νοσταλγικής εποχής και, παρέα με ρακή και μεζέ, πλησιάζουν τις ψυχές και ακουμπούν πάνω τους τις σκέψεις τους. 

Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους είχα την τύχη να βρεθώ τις προάλλες. Κι εκεί, χρειάστηκαν μονάχα λίγες στιγμές, για να μου εμπιστευθούν και μια ιστορία. Μια ιστορία για ένα παρελθόν που δεν έζησα, όμως θέλησαν να γνωρίσω. Ανάμεσα στις λογής λογής κουβέντες, λοιπόν, έκανε ξάφνου την εμφάνιση της και μια μνήμη για τη μητέρα μου. "Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, εκείνο το καλοκαίρι", μου είπε ένας άντρας της παρέας, "που ήμουν παιδί τεσσάρω χρονώ. Τότε οι δικοί μου με είχαν αφήσει για κάμποσες ώρες στο σπίτι των αγροτών γειτόνων μας, καθώς οι ίδιοι δούλευαν στα αμπέλια, στο λιοπύρι του μόχθου και της κούρασης, για να μαζέψουν τον πολύτιμο καρπό του σταφυλιού, τον ποτισμένο με ιδρώτα και φροντισμένο με κόπο πολύ". 

"Θυμάμαι κάποια στιγμή, εκείνο το μεσημέρι", συνέχισε ο άντρας τη νοσταλγική αφήγησή του, "στο μικρό, ηλιόλουστο δωμάτιο της κουζίνας, τα δύο κορίτσια της οικογένειας, θα ταν δε θα ταν δώδεκα, δεκατριώ χρονώ". Τις παρατηρούσα που συνέδραμαν ακούραστα στις δουλειές των μεγάλων, ετοιμάζοντας, μεταξύ άλλων, και το φαγητό για εκείνους που δούλευαν, τους γονείς, τους εργάτες, τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας και φυσικά, εκείνη τη μέρα, και για μένα, το φιλοξενούμενο γειτονόπουλο, που είχαν στη φροντίδα τους. Κάπου εκεί, λοιπόν,που λες", συνέχισε ο άντρας την αναπόλησή του, "βρισκόμουν κι εγώ, ένα παιδί τεσσάρω χρονώ, δημιουργώντας εκείνη τη μέρα μια από τις πρώτες μνήμες της παιδικής μου ηλικίας. Θυμάμαι, σαν να είναι μπροστά μου ετούτη τη στιγμή, τη μικρή αδερφή, τη μάνα σου. Με φώναξε και μου έβαλε φαγητό να δοκιμάσω. Θυμάμαι ακόμα το σχέδιο που είχε εκείνο το πιάτο. Και στο κέντρο του, σαν να τα βλέπω και τώρα μπροστά μου, μερικά βαθυκόκκινα παντζάρια, ζεστά, με μπόλικο λάδι.  Θυμάμαι ακόμα το χρώμα της τετράγωνης φρυγανιάς, όταν το βουτούσε σε μικρά κομμάτια στο ζεστό ζουμί και με τάιζε. Τα θυμάμαι όλα. Το χρώμα, τη γεύση, τη μυρωδιά, την εικόνα που είχαν εκείνα τα παντζάρια. Δεν ξέρω, δε θυμάμαι αν είχα ξαναδοκιμάσει αυτό το φαγητό πριν από εκείνη την ημέρα. Μα κι αν είχα φάει, δεν είχα μνήμη. Εκείνη τη μνήμη, εκείνη τη στιγμή θυμάμαι. Εκείνη τη γεύση τους έχει η μνήμη . Μια ξεχωριστή γεύση που συνεχίζω να θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Αλήθεια, από τότε, όποτε δοκιμάζω παντζάρια θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο χωριό, που ήμουν παιδί τεσσάρω χρονώ. Τώρα που σε είδα ήθελα να στο πω. Για να το ξέρεις. Για να θυμάσαι κι εσύ"... Μια "γεύση" της μνήμης.

Ε.Ψ.